Γλυκό κεράσι

Τινάχτηκε πάνω τρομαγμένη και λαχανιάζοντας μέσα στο σκοτάδι. Έπιασε με τα δυο της χέρια το πρόσωπό της κι έκρυψε μέσα τους τα μάτια της φοβισμένη κάνοντας το μαύρο γύρω της ακόμη πιο πυκνό. Καθισμένη στο κρεβάτι με τις κουβέρτες ακόμα προστατευτικά τυλιγμένες πάνω από το σώμα της, έμεινε εκεί, σκυμμένη πάνω από τα πόδια της σαν φοβισμένο μικρό παιδί. Κράτησε την αναπνοή της και περίμενε υπομονετικά, μέχρι να σιγουρευτεί ότι ήταν απολύτως μόνη της στο κλειστό δωμάτιο. Μέχρι να σιγουρευτεί ότι ήταν ασφαλής.

Αφού ο ρυθμός της αναπνοής της έγινε και πάλι φυσιολογικός, άνοιξε αργά-αργά τα δάχτυλά της με τις παλάμες της ακόμη κολλημένες στα φλογισμένα της μάγουλα. Κοίταξε με την άκρη του ματιού της προς τα δεξιά της. Εκεί που βρισκόταν το μισόκλειστο δίφυλλο παντζούρι. Εκείνο που έβγαζε στο αγαπημένο της μπαλκονάκι. Με ανακούφιση πρόσεξε τα κομμάτια του λευκού σεληνόφωτος που έμπαιναν στο δωμάτιο μέσα από τις κενές λωρίδες στο ξύλο και ζωγράφιζαν το πάτωμα και φώτιζαν απαλά τον μικρό χώρο. Πάει πια… Το κακό πέρασε. Έφυγε. Σταμάτησε να σφίγγει τα μάγουλά της τραβώντας τις παλάμες της μακριά από το πρόσωπό της. Συνειδητοποίησε ότι τα έσφιγγε τόσην ώρα.

Σκούπισε το ιδρωμένο της μέτωπο τρέμοντας ελαφρά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τίναξε τα σκεπάσματα. Κουρασμένη κατέβασε τα πόδια της από το κρεβάτι και τα ακούμπησε στο πάτωμα. Έσπρωξε τις πατούσες της λίγο προς τα μπρος φορώντας τις παντόφλες της. Σηκώθηκε όρθια. Ούτε άπλωσε το χέρι της στο κομοδίνο για να ανάψει το μικρό αμπαζούρ, ούτε φόρεσε τη ρόμπα της. Απλώς περπάτησε μέχρι την πόρτα αποφεύγοντας, βέβαια, να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Πάντα τη τρόμαζε η θέα του ειδώλου της στο ημίφως. Κάποιες φορές και κάτω από το κανονικό φως.

Άνοιξε λοιπόν,  την κλειστή πόρτα και περπάτησε στον στενό διάδρομο. Εδώ ήταν σκοτεινά. Δεν το χωρούσε το φεγγαρόφωτο ο μικρός του χώρος. Οι σκιές άρχισαν να την πνίγουν. Νόμιζε πως θα έπεφταν πάνω της οι πίνακες που ήταν κρεμασμένοι στους τοίχους. Πως θα  χυνόντουσαν στα μαλλιά της όλες οι φουρτουνιασμένες θάλασσες μέσα από τα κάδρα με τις ελαιογραφίες και θα την τρυπούσαν με την γαλάζια παγωνιά τους.

Τύλιξε τότε τα μπράτσα της και περπάτησε με μεγάλες δρασκελιές μέχρι το δωμάτιο της μεγάλης της αδερφής. Κοίταξε από την μισάνοιχτη πόρτα το τεράστιο βουνό στο κρεβάτι, το βαρύ κορμί της. Το στόμα της έχασκε ορθάνοιχτο μέσα στο σκοτάδι κι εκείνη έμοιαζε με μεγάλο μωρό. Το τραχύ ροχαλητό της τύλιγε την ησυχία του διαμερίσματος τώρα. Και ήταν αστείο, σκέφτηκε.

Γέλασε σιγανά κι απομακρύνθηκε. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί την ανάγκασαν να μείνει με την αδερφή της, που ήταν στρυφνή, αυστηρή και απότομη. Γι’ αυτό έμεινε και γεροντοκόρη. Οι άντρες δεν την ανέχονταν για πολύ. Κι αυτοί –οι πιο αφελείς- που ήταν πιο επίμονοι και ξεροκέφαλοι και δεν έφευγαν από μόνοι τους έπαιρναν δρόμο από την ίδια. Παράξενος άνθρωπος η αδερφή της. Ποτέ δεν την κατάλαβε. Παρόλο που στα νιάτα της ήταν όμορφη, είχε πάντα ένα απαθές  βλέμμα για όλα λες και της άρεσε η μοναξιά. Λες και δεν τους ήθελε τους ανθρώπους. Γι’ αυτό δεν συμπάθησε ποτέ τον Κωνσταντίνο της. Τον αγαπημένο της Κωνσταντίνο…

Δεν τον ήθελε μέσα στο σπίτι τους. Από τότε που τον γνώρισε τον κοιτούσε με μίσος. Δεν τον ήθελε. Κάτι δεν της άρεσε πάνω του, έλεγε. Ίσως ζήλευε. Εκείνος και η Κλειώ ήταν ερωτευμένοι από παιδιά και  ο Κωνσταντίνος ήθελε να παντρευτούνε, να ανοίξουν σπίτι, να κάνουν οικογένεια επιτέλους. Ίσως φοβόταν η Ευανθία, η μεγάλη της αδερφή. Είχαν τσακωθεί τότε. Είχε ταρακουνηθεί όλο  το σπίτι από τις φωνές. Δεν τον ήθελε τον γάμο.

Γι’ αυτό έφυγε εκείνος. Γι’ αυτό την παράτησε μάλλον… Αλλά, όχι! Εκείνος δεν έφυγε ποτέ. Έτσι νόμιζαν οι άλλοι. Εκείνη όμως, μόνο εκείνη, ήξερε ότι ξαναγύριζε πάντα. Κρυφά, τα βράδια. Έμπαινε στο σπίτι, όταν κοιμόταν η Ευανθία και της ψιθύριζε λόγια παρήγορα και τρυφερά. Της υποσχόταν ότι μία μέρα θα επέστρεφε και –γελούσε- θα την έκλεβε. Θα παντρευόντουσαν κι ας γινόταν χαλασμός. Κι ας μην τους ξαναμιλούσε ποτέ η κακιά Ευανθία. Γιατί την αγαπούσε πιο πολύ από καθετί στον κόσμο ολάκερο.

Αυτόν πήγαινε να βρει τώρα. Αυτόν που αγαπούσε πιο πολύ κι από τον εαυτό της.

Πήγε στην κουζίνα και άνοιξε τα σάπια ξύλινα ντουλάπια, για να βρει το βαζάκι με το γλυκό κεράσι. Το αγαπημένο του. Τεντώθηκε στις μύτες των ποδιών της και το τράβηξε με κόπο προς τα έξω. Το ακούμπησε στον πάγκο και με μια πετσέτα ξέσφιξε το καπάκι. Πόνεσαν τα χέρια της λίγο, αλλά δεν την ένοιαξε. Όταν ήταν έτοιμο το γλυκό το έβαλε στον καλό τους δίσκο –εκείνον τον ασημένιο για τους καλεσμένους- μαζί με ένα ποτήρι με δροσερό νερό. Ο Κωνσταντίνος της αγαπούσε πολύ τις περιποιήσεις. Δίπλωσε μια χαρτοπετσέτα και την τοποθέτησε ευλαβικά δίπλα από το γλυκό. Έπιασε χαρωπά τον δίσκο στα χέρια της και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι.

Ακούμπησε προσεχτικά και ήσυχα τον δίσκο στο μαρμάρινο τραπέζι και κάθισε στον βελούδινο καναπέ με τα κεντητά μαξιλάρια. Περίμενε. Τα μάτια της είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι και μπορούσε να διακρίνει τα πάντα γύρω της. Κάθε έπιπλο, κάθε πίνακα. Περίμενε κοιτώντας τα όλα. Ώσπου χτύπησε η πόρτα. Τινάχτηκε σαν ελατήριο από τον καναπέ κι έτρεξε στις μύτες των ποδιών της μέχρι εκεί. Την άνοιξε όλο χαρά και προσμονή.

<< Πάλι τα ίδια; >>

Ακούστηκε μια γνώριμη φωνή πίσω της. Γύρισε να κοιτάξει κρατώντας ακόμη την πόρτα ανοιχτή. Λίγο σαστισμένη και λίγο φοβισμένη αντίκρισε την Ευανθία, που έστεκε νυσταγμένη, αλλά αυστηρή, όπως πάντα, στην είσοδο του σαλονιού. Στράφηκε αυτομάτως στην εξώπορτα. Κανείς δεν ήταν εκεί να της χαμογελάσει. Έφυγε ο Κωνσταντίνος, φοβήθηκε. Την έκλεισε.

<<  Ήθελα να πάρω λίγο αέρα… >>, προσπάθησε να κρύψει την ζαβολιά της.

<< Πέντε ώρες μετά τα μεσάνυχτα; >>

Η Κλειώ ανασήκωσε τους ώμους της ατάραχη λες και ήταν κάτι απολύτως φυσικό.

<< Έλα εδώ γλυκιά μου… >>, η Ευανθία την πλησίασε και την αγκάλιασε τρυφερά, << Πάμε για ύπνο… Θέλεις να κοιμηθούμε μαζί Κλειώ; Όπως τότε που ήμασταν κοριτσάκια; >>, την ρώτησε λες και ήταν μικρό παιδάκι που φοβόταν την νύχτα.

Έπειτα την πήρε από το χέρι και κίνησαν και οι δύο προς το χολ με τις φουρτουνιασμένες θάλασσες που κρεμόντουσαν στους τοίχους κι απειλούσαν να πέσουν στο κεφάλι της και να την πονέσουν με την παγωνιά τους.

20 σκέψεις σχετικά με το “Γλυκό κεράσι

  1. Τη μίσησα την Ευανθία! Μην αφήσει ένα ζευγάρι να στεριώσει, αμάν πια!
    Οι ιστορίες σου είναι μία και μία! Μπράβο! Καλό βράδυ 🙂

    1. Ναι, η Ευανθία ήταν πολύ σκληρή γυναίκα, φαινομενικά… Στην πραγματικότητα όμως, είναι πολύ τρυφερή κι έχει μεγάλη αδυναμία στην μικρότερή της αδερφή την Κλειώ… Αυτό φαίνεται λίγο στο τέλος.. Αυτός είναι ο τρόπος της τελικά: κρύβει την ευαισθησία της, για να μην πληγωθεί. Πολλοί άνθρωποι λειτουργούν έτσι. Και οι πιο σκληροί είναι οι πιο ευαίσθητοι… Βέβαια, κάπου έφταιξε κι αυτή 😉
      Σε ευχαριστώ τζοκερίνο για τα καλά σου λόγια 🙂 🙂
      Καλησπέρες!

    1. Χαχα Μαρίνα μου, σε ευχαριστώ! Χαίρομαι που σου αρέσουν 🙂 Αυτή δεν ήταν και τόσο καλή, βέβαια… Δεν ήταν κάτι το αξιόλογο ή το ιδιαίτερο.. Με απογοήτευσε λίγο, να σου πω την αλήθεια… Αλλά, αφού άρεσε σε εσάς νιώθω πολύ καλά τώρα!
      Καλησπέρες!

    1. Χαχα Τιμ μου… έχω μια τάση στο να επινοώ ήρωες και καταστάσεις.. ε, είμαι και λίγο πολυλογού κι ας μην μου φαίνεται… 😉
      Σε ευχαριστώ για την ανάγνωση… χιχι 🙂
      Τις καλησπέρες και την αγάπη μου 😀

    1. Έλα βρε Μελιτάκι… 🙂 Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο..
      Σε ευχαριστώ για την ανάγνωση..
      Όμορφο απόγευμα να έχεις κι εσύ με χαμόγελο! 🙂

  2. Έξοχο! Νομίζω ότι προστάτεψες να προστατέψεις λίγο τον χαρακτήρα της Ευανθίας, εξακολουθώ να μην την συμπαθώ! Διότι μια φορά που έτυχε να φερθεί τρυφερά δεν μπορεί να αναιρέσει την σκληρή της συμπεριφορά εδώ και τόσα χρόνια.. Ε;;

    Μπράβο σου, πραγματικά.

    Καλημέρα!!

    1. Κουφετάριε, ναι, δεν έχεις άδικο! Σίγουρα… Αλλά, εξακολουθώ να πιστεύω πως είναι ο τρόπος της.. Άλλωστε δεν ξέρουμε τι ακριβώς έγινε.. Μας μιλάει μόνο η Κλειώ, που μπορεί και να υπερβάλλει. Δεν μιλάει ξεκάθαρα για το περιστατικό. Επίσης,δεν ακούμε καθόλου τα γεγονότα από την πλευρά της αδερφής της,της Ευανθίας και υπάρχουν και κάτι λεπτομέρειες, που ίσως άμα ξαναδιαβάσεις το κείμενο.. σου δημιουργηθούν κάποιες υποψίες!
      Ας πούμε για παράδειγμα: Δεν είναι λίγο τρελό η Κλειώ να περιμένει κάποιν, στο σπίτι της πέντε ώρες μετά τα μεσάνυχτα;; Πηγαίνει στην
      κουζίνα και του ετοιμάζει γλυκό κεράσι μέσα στο σκοτάδι! Κι όλα αυτά όσο η αδερφή της κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο;!
      Θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι άλλο, εδώ πέρα..
      Είναι τελικά, »έμπιστη» η Κλειώ;; Έγιναν πράγματι έτσι τα πράγματα;
      Μήπως από μόνο του το »παράλογο» γεγονός ότι η Ευανθία δεν ήθελε τον γάμο της με τον Κωνσταντίνο, κρύβει κάτι άλλο από πίσω του;
      Σε ευχαριστώ πολύ 🙂
      Καλησπέρα!

  3. Καλησπέρα Αλεξάνδρα μου!
    Η Ευανθία,πραγματικά αχώνευτη ρε γαμώτο..Και γιατί δεν τον θέλει τον άνθρωπο;;μια χαρά μου φαίνεται εμένα.. 🙂

    1. Καλησπέρα και σε εσένα αγαπητή 🙂
      Πραγματικά, έτσι φαίνεται.. αλλά δεν μίλησε καθόλου από την δική της οπτική γωνία… Σίγουρα θα έχει σοβαρό λόγο… Μπορούμε να εμπιστευτούμε μόνο την Κλειώ, που σηκώνετι από το κρεβάτι μέσα στη νύχτα και περιμένει έναν άνθρωπο, που υποτίθεται την αγαπάει μέσα στα »άγρια χαράματα»..; Ποιος λογικός άνθρωπος θα το έκανε αυτό και ποιος ενήλικας θα πήγαινε να συναντηθεί κρυφά με την αγαπημένη του τέτοιες ώρες και μέσα στο σπίτι της, εκεί που κοιμάται η αδερφή της;;
      Σε ευχαριστώ πολύ για την επίσκεψη και το σχόλιο 🙂

  4. Πιθανολογώ ότι κάτι πάει στραβά με την Κλειώ και όχι με την Ευανθία. Κι εννοώ με το μυαλό της… Η Ευανθία από την άλλη πρέπει να λατρεύει την αδερφή της μιας και είχε το νου της μέσα στη νύχτα για να την προσέχει…

    Πολύ όμορφη διήγηση, παραστατική και «γεμάτη». Μπράβο σου!

    1. Ναι, αυτό νομίζω πως συμβαίνει στην πραγματικότητα, απλώς κρύβεται πίσω από μικρές λεπτομέρειες… 😉
      Σε ευχαριστώ πολύ Τελευταίε μου, για τα καλά λόγια. Χαίρομαι που την βρήκες τόσο καλή 🙂
      Καλησπέρες

Αφήστε απάντηση στον/στην katabran Ακύρωση απάντησης