Κλείνει τα φώτα στο σαλόνι με τα παλιά ξύλινα έπιπλα και προχωράει στο μισοσκόταδο. Το ξέρει το σπίτι της καλύτερα και από την παλάμη του χεριού της. Θα μπορούσε να κυκλοφορεί μέσα του ακόμα και τυφλή. Κατευθύνεται προς την γωνιά πριν το στενό υπνοδωμάτιο. Εκεί που έχει κρεμάσει το καντηλάκι με το μαυρισμένο από τον καπνό γυαλί του. Σηκώνει πολύ λίγο τα μάτια και το κοιτάζει που φιλοξενεί την μικρή την φλόγα μέσα του. Κι αυτή σιγοκαίει πορτοκαλιά κι αδύναμη κι ας έχει γίνει ξαφνικά όλος ο κόσμος του σπιτιού. Την κανει να νιώθει σαν να μικραίνει απότομα ο τόπος. Σαν να συνοστίζεται η ζωή της σε μερικές σπίθες.
Αλλά τέρμα οι σκέψεις.
Κάνει τον σταυρό της και βολεύει τα χέρια της πάνω στην κοιλιά της. Καρφώνει τα μάτια στο πορτοκαλί φως και μετά από λίγο εστιάζει το βλέμμα της στην Παναγία, που κρατώντας τον γιό της, γέρνει ελαφρά και την κοιτάζει πίσω από το καντήλι. Νιώθει σαν να της λέει κάτι, αλλά δεν μπορεί να την καταλάβει. Δεν δίνει σημασία.Κουνάει τα χείλια της για λίγο. Χωρίς να βγάζει από μέσα της φωνή. Προσεύχεται. Προσεύχεται δυνατά κι έντονα. Είναι από τα λίγα πράγματα που της έχουν απομείνει για να βοηθήσει τον εαυτό της και αυτούς τους λίγους που αγαπάει. Συνέχεια ανάγνωσης «Απουσία»