Απουσία

 * * *

Κλείνει τα φώτα στο σαλόνι με τα παλιά ξύλινα έπιπλα και προχωράει στο μισοσκόταδο. Το ξέρει το σπίτι της καλύτερα και από την παλάμη του χεριού της. Θα μπορούσε να κυκλοφορεί μέσα του ακόμα και τυφλή. Κατευθύνεται προς την γωνιά πριν το στενό υπνοδωμάτιο. Εκεί που έχει κρεμάσει το καντηλάκι με το μαυρισμένο από τον καπνό γυαλί του. Σηκώνει πολύ λίγο τα μάτια και το κοιτάζει που φιλοξενεί την μικρή την φλόγα μέσα του. Κι αυτή σιγοκαίει πορτοκαλιά κι αδύναμη κι ας έχει γίνει ξαφνικά όλος ο κόσμος του σπιτιού. Την κανει να νιώθει σαν να μικραίνει απότομα ο τόπος. Σαν να συνοστίζεται η ζωή της σε μερικές σπίθες.

Αλλά τέρμα οι σκέψεις.

Κάνει τον σταυρό της και βολεύει τα χέρια της πάνω στην κοιλιά της. Καρφώνει τα μάτια   στο πορτοκαλί φως και μετά από λίγο εστιάζει το βλέμμα της στην Παναγία, που κρατώντας τον γιό της, γέρνει ελαφρά και την κοιτάζει πίσω από το καντήλι. Νιώθει σαν να της λέει κάτι, αλλά δεν μπορεί να την καταλάβει. Δεν δίνει σημασία.Κουνάει τα χείλια της για λίγο. Χωρίς να βγάζει από μέσα της φωνή. Προσεύχεται. Προσεύχεται δυνατά κι έντονα. Είναι από τα λίγα πράγματα που της έχουν απομείνει για να βοηθήσει τον εαυτό της και αυτούς τους λίγους που αγαπάει. Συνέχεια ανάγνωσης «Απουσία»

~ Το τελευταίο ~

Το τελευταίο μαβί δειλινό
Χορέψαμε σε δέσμες φωτός
Και σε κομμάτια ίσκιου
Χαράξαμε τα όνειρά μας
Πάνω στην κοιλιά ενός ευκαλύπτου
Κι εκεί που σταματούσε η μέρα
Κι εκεί που τέλειωνε το καλοκαίρι
Δοκιμάσαμε να μετρήσουμε τους κόκκους
Της ανάποδης αμμουδιάς με το ασημί χρώμα
Προσπαθήσαμε να αγγίξουμε με μια ευθεία
Να χαϊδέψουμε με μία κίνηση του δαχτύλου
Το άγνωστο του απέναντι
Το τελευταίο γκριζοκίτρινο πρωινό
Θελήσαμε να τραγουδήσουμε τις νότες
Που γεννιούνται πάνω στις εσωτερικές μας ταλαντώσεις
Επιχειρήσαμε να παραδοθούμε στην μουσικότητα
Όλων αυτών που μας έκαναν να μιλάμε με κώδικες
Να φωνάξουμε τα ναι και τα όχι
Να τους δώσουμε ηχητικό σχήμα
Και ανοίξαμε το στόμα
Μα κάπου εκεί οι λέξεις μας πάγωσαν
Μούδιασαν οι φωνές
Έκαναν πίσω τα σώματα και οι ψυχές
Και χωριστήκαμε
Το τελευταίο μαβί δειλινό

 

Τα δάκρυα του χιονιού

Ρούφηξε την μύτη της κι άναψε με τον αναπτήρα που είχε στην τσέπη της, το μικρό στρόγγυλο κεράκι. Όταν εμφανίστηκε η αδύναμη φλόγα, το τοποθέτησε προσεκτικά μέσα στο μεταλλικό φαναράκι κι έκανε το σταυρό της. Έπειτα, φόρεσε στο ζαρωμένο και γερασμένο χέρι της το μαύρο γάντι. Σηκώθηκε όρθια και με θολά μάτια κοίταξε για μια τελευταία φορά την φωτογραφία του. Την κοίταξε καλά, για να μπορέσει να πει με σιγουριά  αν όντως την κοιτούσε ειρωνικά. Εκείνος χαμογελούσε σαν να καταλάβαινε και τώρα την τιμωρούσε από εκεί μακριά που βρισκόταν. Ποτέ δεν την είχε κοιτάξει έτσι… Χαμήλωσε ντροπιασμένη τα μάτια της και άρχισε να κλαίει σιωπηλά. Δεν της άξιζε να τον θρηνήσει δυνατά. Δεν της άξιζε καν να τον κοιτάει κατάματα τώρα που ήξερε – και από την πρώτη στιγμή ήξερε- ότι αυτή έφταιγε. Αυτή ήταν υπεύθυνη για τον χωρισμό τους… Αυτή, αυτή με την αχαριστία και την αλαζονεία της. Για όλα… Συνέχεια ανάγνωσης «Τα δάκρυα του χιονιού»