Μια ζωή μέσα στην πράσινη αυλή (για την γιαγιά στη ζωή μας)

Κοίταξε από την τζαμόπορτα την αγκαλιά της αυλής της. Ήταν πράσινη και άγγιζε ολόκληρη την περίμετρο του χώρου. Θυμόταν παλιά, όταν τα παιδιά της έτρεχαν ανάμεσα από τις μαργαρίτες και της σαρδέλες, για να φτάσουν κοντά της και να κρυφτούν πίσω από τη φούστα της. Αυτά με τον καιρό μεγάλωσαν και άνθισαν σε αντίθεση με της μαργαρίτες, που ηττημένες από την αστικοποίηση και το καυσαέριο μαράθηκαν και δεν της ξαναχαμογέλασαν.

Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Έσφιξε την ρόμπα πάνω στο σώμα της στην προσπάθειά της να αντισταθεί στο κρύο και στη μελαγχολία που την τρύπησαν και τα δυο μαζί σαν μία ενιαία  δύναμη. Πόσα είχαν συμβεί σ’ εκείνη την αυλή! Όλα τα σημαντικά πρόσωπα, οι πρωταγωνιστές του έργου της, είχαν μεγαλώσει μέσα στις μανταρινιές και τις λεμονιές, ανάμεσα στο γιασεμί και το τσιμέντο. Ολάκερη η ζωή κατοικούσε ανάμεσά τους. Η ίδια που περνούσε τώρα από την αυλόπορτα, εμφανιζόταν μπροστά της, σήκωνε το χέρι της και την χαιρετούσε.  Εκείνη της χαμογελούσε ανεπαίσθητα κι αφηρημένα. Συνέχεια ανάγνωσης «Μια ζωή μέσα στην πράσινη αυλή (για την γιαγιά στη ζωή μας)»

Ο καθρέφτης του Σαββάτου

Κοιτάω τα μάτια μου στον καθρέφτη. Περήφανη σκέφτομαι πως μετά από λίγες προσπάθειες έχω καταφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Παρατηρώ προσεκτικά το μαύρο και λεπτό περίγραμμα των ματιών μου. Ξεφυσώ. Υπάρχει χρόνος για μια ακόμη πινελιά. Τι ψυχή έχει λίγη μάσκαρα; Περνάω το βουρτσάκι απαλά μέσα από τις βλεφαρίδες και το τραβάω προς τα πάνω προσπαθώντας να ανασηκώσω και την αισιοδοξία μου μαζί με τα ματοτσίνορα. Συνέχεια ανάγνωσης «Ο καθρέφτης του Σαββάτου»