Η Αόρατη Βρωμιά

737312_Bao-Vu-courtesy-of-Sony-World-Photography-Awards-2015

Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν πρόσωπα περίεργα. Σαν επιφάνειες με πολλαπλά επίπεδα, όπου διαφορετικά πέπλα φτιάχνουν πλέγματα γύρω από το στόμα, τη μύτη, τα μάτια. Σάμπως ένας αόρατος γλύπτης με μεγάλη επιδεξιότητα τα δουλεύει εκείνη την ίδια στιγμή, αποκαλύπτοντας σύνθετες αποχρώσεις- περνούν από πάνω τους σαν τις σκιές της μέρας που αλλάζουν τα χρώματα του ουρανού. Πρόσωπα μυστηριακά με χαμόγελα αδιόρατα κι απειλητικά. Εκείνη την ώρα που θα σε κοιτάξουν, ακούς μια ανείπωτη αλήθεια που ύστερα ξεθωριάζει. Σαν ένας άγνωστος, βγαίνοντας αθόρυβα από το δωμάτιο, να αφήνει αδειανή την καρέκλα  κι ό,τι έχει απομείνει είναι το αποτύπωμα στο ύφασμα.

<<Ένα τέτοιο πρόσωπο έχεις κι εσύ κάθε μέρα που μου προκαλεί αηδία, καθώς σε συναντώ στη γειτονιά.

Κοίτα στον καθρέφτη. Το πρόσωπό σου είναι μία λακκούβα από λάσπη. Δεν μπορώ να κοιτάξω τους δύο βόλους που έχεις για μάτια, τους κρύβει το χώμα. Ένα αχαρτογράφητο χωράφι απλώνεται ανάμεσα μας. Μα ακόμη και τα μάτια σου είναι μαύρα σαν εχθρικά σύμβολα- σύμβολα πολέμου. Οι ρυτίδες τα πλαισιώνουν -χαντάκια που οδηγούν τα χιλιοπαιγμένα δάκρυά σου στον υπόνομο, έτσι όπως κάθεσαι χωρίς να σιχαίνεσαι στο πεζοδρόμιο. Οι πόροι που λαθραία ανασαίνουν από τη μύτη σου αναβλύζουν την αόρατη βρωμιά. Πώς γίνεται να περπατάς ξυπόλητος, πώς γίνεται να έχεις αφήσει τα νύχια να μακραίνουν, να μαυρίζουν σαν καπνισμένα πανιά, σαν σεντόνια παρατημένα στη βροχή. Πώς αφήνεις ύστερα τον εαυτό σου να πιάνει ανελέητα τα φεγγαροπρόσωπα πιάτα –αλλά τι λέω- εσύ τρως με τα ίδια αυτά σκονισμένα χέρια, μετά χαϊδεύεις τη γυναίκα σου και τραβάς τα παιδιά στο δρόμο.

Είμαι σίγουρος –δε διαφωνώ- οι τσέπες σου ίσως είναι και άδειες και τρύπιες τέτοιος ακαμάτης που είσαι. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για το κεφάλι σου –ελπίζω και προσεύχομαι όχι και για την ψυχή σου- γι’ αυτό φοράς καθημερινά τα ίδια λιωμένα υφάσματα. Γιατί με κοιτάς έτσι; Δεν σε έχω ενοχλήσει ποτέ μου. Δεν σου έχω απευθύνει καν το λόγο. Απαιτώ να πάρεις τις σκέψεις σου από πάνω μου. Είδες που κατευθείαν αποσύρεις τα δυο μαύρα σύμβολα μακριά λίγο αφότου σου ανταποδώσω το βλέμμα. Είδες που κι εσύ ντρέπεσαι γι’ αυτό που κάνεις και που δεν κάνεις. Γι’ αυτό που είσαι κι εκείνο που δεν είσαι. Αναρωτιέμαι τι έχεις προσπαθήσει, τι έχεις επιδιώξει, τι έχεις καταφέρει.

Κοίτα την αντανάκλασή σου στην τζαμαρία αυτού του μαγαζιού. Σ’ αυτήν τη γυάλινη επιφάνεια κοίταξε και το δικό μου είδωλο ταυτόχρονα. Τη σκιά που στέκει ψηλότερα από πίσω σου. Δες πόσο ψηλότερος είμαι, πόσο πιο σίγουρος. Ελεύθερος, καθάριος -σαν λευκή σελίδα- ακηλίδωτος. Αναρωτιέμαι ειλικρινά αν υπάρχει οποιοσδήποτε τρόπος να σε βοηθήσω. Ίσως αυτός είναι ο μόνος. Να, θα σε αφήσω να με κοιτάξεις ελεύθερα μέσα από το γυαλί που μας χωρίζει, που μας οριοθετεί, που λειτουργεί σαν σύνορο ανάμεσά μας και μέσα από αυτό οι μαύρες σφαίρες σου δεν μπορούν να με διαπεράσουν. Τώρα λοιπόν, καθώς δεν μπορείς να με βλάψεις, θα σου κάνω αυτήν την παραχώρηση: θα σε αφήσω να με αντιγράψεις όσο πιο πιστά γίνεται. Να δες λοιπόν, μη διστάζεις.

Όμως, κοίταξα ένα είδωλο στο γυαλί να αναδύεται σαν μέσα από νερό. Το πρόσωπό μου είναι μια λάμπα από αυγινό φως. Δεν μπορώ να κοιτάξω τους δυο λίθους που έχω για μάτια, τους σκεπάζει η λάμψη, μια λάμψη εχθρική σαν εκκωφαντικός κρότος πολέμου. Κι ύστερα το φως δύει και το πρόσωπο γίνεται φεγγάρι με δρόμους, λεωφόρους και κρατήρες. Δύο δάκρυα είναι κρυμμένα πίσω από τις λίμνες των ματιών, έτσι όπως στέκομαι χωρίς να αμφιβάλλω στο πεζοδρόμιο. Οι σκέψεις που λαθραία αναπνέουν μέσα από τα ρουθούνια μου, αποβάλλουν την αόρατη βρωμιά- μια τοξική σκουριά. Πώς γίνεται να ορθώνομαι γυμνός, πώς γίνεται να έχω επιτρέψει τα νύχια να γυαλίζουν λιμαρισμένα, να κρύβουν το ωμό κρέας σαν καθαρά αμύγδαλα. Πώς αφήνω μετά τον εαυτό μου να ακουμπάει την αδιαφορία στα φεγγαροπρόσωπα μωρά –αλλά τι λέω- εγώ στρώνω με τα ίδια αυτά λεπτεπίλεπτα χέρια τα πουκάμισα και δένω γύρω από τον λαιμό σφιχτά τη μεταξωτή ματαιοδοξία μου, μετά γνέφω στη γυναίκα και τραβώ τη βαλίτσα στο δρόμο προς τη δουλειά.

Πιστεύω –δεν διαφωνώ- οι αποσκευές μου ίσως είναι και γεμάτες τέτοιος πλούσιος κι επιτυχημένος που έγινα. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για το κεφάλι μου –ελπίζω και προσεύχομαι και για την ψυχή μου- γι’ αυτό φοράω καθημερινά τα ίδια λιωμένα χαμόγελα. Γιατί με κοιτάς έτσι; Δεν σε έχω ενοχλήσει ποτέ μου. Δεν σου έχω απευθύνει καν το λόγο. Απαιτώ να πάρεις τις σκέψεις σου από πάνω μου. Είδες που κατευθείαν αποσύρεις τα δυο παράθυρά σου μακριά λίγο αφότου σου ανταποδώσω το βλέμμα. Είδες που κι εσύ ντρέπεσαι γι’ αυτό που κάνεις και που δεν κάνεις. Γι’ αυτό που είσαι κι εκείνο που δεν είσαι. Μισοκατεβάζεις τα στόρια και με κρυφοκοιτάς μέσα από τα χαρακώματα. Αναρωτιέμαι τί είσαι, από πού έρχεσαι, γιατί υπάρχεις.

Κοιτώ την αντανάκλασή μου στην τζαμαρία αυτού του σπιτιού. Σ’ αυτήν τη γυάλινη επιφάνεια βλέπω και την ίδια στιγμή το είδωλό σου. Τη σκιά που στέκει ψηλότερα από πίσω μου. Δες πόσο μεγαλύτερος είσαι, πόσο πιο σταθερός. Ακατανόητος, πολύπλοκος με χρώματα και διαφορετικές υφές. Αναρωτιέμαι ειλικρινά αν υπάρχει οποιοσδήποτε τρόπος εσύ να με βοηθήσεις ή να σε βοηθήσω εγώ. Ίσως αυτός είναι ο μόνος. Να, θα σε αφήσω να με κοιτάξεις ελεύθερα μέσα από το γυαλί που μας χωρίζει, που μας οριοθετεί, που λειτουργεί σαν σύνορο ανάμεσά μας και μέσα από αυτό οι πύρινες σφαίρες σου δεν μπορούν να με διασχίσουν.

Το σκέφτηκα πολύ καλά, αν και το αποφάσισα αστραπιαία: είναι μεγάλο το ρίσκο της ένωσής μας. Γιατί, ποια θα είναι τα απομεινάρια αυτής της έκρηξης; Ποιος θα αναγνωρίσει τα κομμάτια μας; Ποιός θα επαναφέρει το ρολόι, όταν γυρίσει στο μηδέν; Τώρα λοιπόν, καθώς δεν μπορείς να με βλάψεις, θα σου κάνω αυτήν την εξυπηρέτηση: θα αφήσω εσύ να αντιγράψεις εμένα, όσο πιο πιστά γίνεται. Να κοίτα λοιπόν προσεκτικά και μην αντιστέκεσαι. Αν τελειώσει ο πόλεμος ανάμεσά μας ίσως τελειώσει και κάθε άλλος..>>.

Το τρίτο είδωλο διαφώνησε και όσο γρήγορα εμφανίστηκε σε αυτήν την πολυεπίπεδη συνάντηση, το ίδιο άξαφνα κι εξαφανίστηκε. Το μόνο που απέμεινε στο γυαλί ήταν ένα υγρό αποτύπωμα.