Η Αόρατη Βρωμιά

737312_Bao-Vu-courtesy-of-Sony-World-Photography-Awards-2015

Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν πρόσωπα περίεργα. Σαν επιφάνειες με πολλαπλά επίπεδα, όπου διαφορετικά πέπλα φτιάχνουν πλέγματα γύρω από το στόμα, τη μύτη, τα μάτια. Σάμπως ένας αόρατος γλύπτης με μεγάλη επιδεξιότητα τα δουλεύει εκείνη την ίδια στιγμή, αποκαλύπτοντας σύνθετες αποχρώσεις- περνούν από πάνω τους σαν τις σκιές της μέρας που αλλάζουν τα χρώματα του ουρανού. Πρόσωπα μυστηριακά με χαμόγελα αδιόρατα κι απειλητικά. Εκείνη την ώρα που θα σε κοιτάξουν, ακούς μια ανείπωτη αλήθεια που ύστερα ξεθωριάζει. Σαν ένας άγνωστος, βγαίνοντας αθόρυβα από το δωμάτιο, να αφήνει αδειανή την καρέκλα  κι ό,τι έχει απομείνει είναι το αποτύπωμα στο ύφασμα.

<<Ένα τέτοιο πρόσωπο έχεις κι εσύ κάθε μέρα που μου προκαλεί αηδία, καθώς σε συναντώ στη γειτονιά.

Κοίτα στον καθρέφτη. Το πρόσωπό σου είναι μία λακκούβα από λάσπη. Δεν μπορώ να κοιτάξω τους δύο βόλους που έχεις για μάτια, τους κρύβει το χώμα. Ένα αχαρτογράφητο χωράφι απλώνεται ανάμεσα μας. Μα ακόμη και τα μάτια σου είναι μαύρα σαν εχθρικά σύμβολα- σύμβολα πολέμου. Οι ρυτίδες τα πλαισιώνουν -χαντάκια που οδηγούν τα χιλιοπαιγμένα δάκρυά σου στον υπόνομο, έτσι όπως κάθεσαι χωρίς να σιχαίνεσαι στο πεζοδρόμιο. Οι πόροι που λαθραία ανασαίνουν από τη μύτη σου αναβλύζουν την αόρατη βρωμιά. Πώς γίνεται να περπατάς ξυπόλητος, πώς γίνεται να έχεις αφήσει τα νύχια να μακραίνουν, να μαυρίζουν σαν καπνισμένα πανιά, σαν σεντόνια παρατημένα στη βροχή. Πώς αφήνεις ύστερα τον εαυτό σου να πιάνει ανελέητα τα φεγγαροπρόσωπα πιάτα –αλλά τι λέω- εσύ τρως με τα ίδια αυτά σκονισμένα χέρια, μετά χαϊδεύεις τη γυναίκα σου και τραβάς τα παιδιά στο δρόμο.

Είμαι σίγουρος –δε διαφωνώ- οι τσέπες σου ίσως είναι και άδειες και τρύπιες τέτοιος ακαμάτης που είσαι. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για το κεφάλι σου –ελπίζω και προσεύχομαι όχι και για την ψυχή σου- γι’ αυτό φοράς καθημερινά τα ίδια λιωμένα υφάσματα. Γιατί με κοιτάς έτσι; Δεν σε έχω ενοχλήσει ποτέ μου. Δεν σου έχω απευθύνει καν το λόγο. Απαιτώ να πάρεις τις σκέψεις σου από πάνω μου. Είδες που κατευθείαν αποσύρεις τα δυο μαύρα σύμβολα μακριά λίγο αφότου σου ανταποδώσω το βλέμμα. Είδες που κι εσύ ντρέπεσαι γι’ αυτό που κάνεις και που δεν κάνεις. Γι’ αυτό που είσαι κι εκείνο που δεν είσαι. Αναρωτιέμαι τι έχεις προσπαθήσει, τι έχεις επιδιώξει, τι έχεις καταφέρει.

Κοίτα την αντανάκλασή σου στην τζαμαρία αυτού του μαγαζιού. Σ’ αυτήν τη γυάλινη επιφάνεια κοίταξε και το δικό μου είδωλο ταυτόχρονα. Τη σκιά που στέκει ψηλότερα από πίσω σου. Δες πόσο ψηλότερος είμαι, πόσο πιο σίγουρος. Ελεύθερος, καθάριος -σαν λευκή σελίδα- ακηλίδωτος. Αναρωτιέμαι ειλικρινά αν υπάρχει οποιοσδήποτε τρόπος να σε βοηθήσω. Ίσως αυτός είναι ο μόνος. Να, θα σε αφήσω να με κοιτάξεις ελεύθερα μέσα από το γυαλί που μας χωρίζει, που μας οριοθετεί, που λειτουργεί σαν σύνορο ανάμεσά μας και μέσα από αυτό οι μαύρες σφαίρες σου δεν μπορούν να με διαπεράσουν. Τώρα λοιπόν, καθώς δεν μπορείς να με βλάψεις, θα σου κάνω αυτήν την παραχώρηση: θα σε αφήσω να με αντιγράψεις όσο πιο πιστά γίνεται. Να δες λοιπόν, μη διστάζεις.

Όμως, κοίταξα ένα είδωλο στο γυαλί να αναδύεται σαν μέσα από νερό. Το πρόσωπό μου είναι μια λάμπα από αυγινό φως. Δεν μπορώ να κοιτάξω τους δυο λίθους που έχω για μάτια, τους σκεπάζει η λάμψη, μια λάμψη εχθρική σαν εκκωφαντικός κρότος πολέμου. Κι ύστερα το φως δύει και το πρόσωπο γίνεται φεγγάρι με δρόμους, λεωφόρους και κρατήρες. Δύο δάκρυα είναι κρυμμένα πίσω από τις λίμνες των ματιών, έτσι όπως στέκομαι χωρίς να αμφιβάλλω στο πεζοδρόμιο. Οι σκέψεις που λαθραία αναπνέουν μέσα από τα ρουθούνια μου, αποβάλλουν την αόρατη βρωμιά- μια τοξική σκουριά. Πώς γίνεται να ορθώνομαι γυμνός, πώς γίνεται να έχω επιτρέψει τα νύχια να γυαλίζουν λιμαρισμένα, να κρύβουν το ωμό κρέας σαν καθαρά αμύγδαλα. Πώς αφήνω μετά τον εαυτό μου να ακουμπάει την αδιαφορία στα φεγγαροπρόσωπα μωρά –αλλά τι λέω- εγώ στρώνω με τα ίδια αυτά λεπτεπίλεπτα χέρια τα πουκάμισα και δένω γύρω από τον λαιμό σφιχτά τη μεταξωτή ματαιοδοξία μου, μετά γνέφω στη γυναίκα και τραβώ τη βαλίτσα στο δρόμο προς τη δουλειά.

Πιστεύω –δεν διαφωνώ- οι αποσκευές μου ίσως είναι και γεμάτες τέτοιος πλούσιος κι επιτυχημένος που έγινα. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για το κεφάλι μου –ελπίζω και προσεύχομαι και για την ψυχή μου- γι’ αυτό φοράω καθημερινά τα ίδια λιωμένα χαμόγελα. Γιατί με κοιτάς έτσι; Δεν σε έχω ενοχλήσει ποτέ μου. Δεν σου έχω απευθύνει καν το λόγο. Απαιτώ να πάρεις τις σκέψεις σου από πάνω μου. Είδες που κατευθείαν αποσύρεις τα δυο παράθυρά σου μακριά λίγο αφότου σου ανταποδώσω το βλέμμα. Είδες που κι εσύ ντρέπεσαι γι’ αυτό που κάνεις και που δεν κάνεις. Γι’ αυτό που είσαι κι εκείνο που δεν είσαι. Μισοκατεβάζεις τα στόρια και με κρυφοκοιτάς μέσα από τα χαρακώματα. Αναρωτιέμαι τί είσαι, από πού έρχεσαι, γιατί υπάρχεις.

Κοιτώ την αντανάκλασή μου στην τζαμαρία αυτού του σπιτιού. Σ’ αυτήν τη γυάλινη επιφάνεια βλέπω και την ίδια στιγμή το είδωλό σου. Τη σκιά που στέκει ψηλότερα από πίσω μου. Δες πόσο μεγαλύτερος είσαι, πόσο πιο σταθερός. Ακατανόητος, πολύπλοκος με χρώματα και διαφορετικές υφές. Αναρωτιέμαι ειλικρινά αν υπάρχει οποιοσδήποτε τρόπος εσύ να με βοηθήσεις ή να σε βοηθήσω εγώ. Ίσως αυτός είναι ο μόνος. Να, θα σε αφήσω να με κοιτάξεις ελεύθερα μέσα από το γυαλί που μας χωρίζει, που μας οριοθετεί, που λειτουργεί σαν σύνορο ανάμεσά μας και μέσα από αυτό οι πύρινες σφαίρες σου δεν μπορούν να με διασχίσουν.

Το σκέφτηκα πολύ καλά, αν και το αποφάσισα αστραπιαία: είναι μεγάλο το ρίσκο της ένωσής μας. Γιατί, ποια θα είναι τα απομεινάρια αυτής της έκρηξης; Ποιος θα αναγνωρίσει τα κομμάτια μας; Ποιός θα επαναφέρει το ρολόι, όταν γυρίσει στο μηδέν; Τώρα λοιπόν, καθώς δεν μπορείς να με βλάψεις, θα σου κάνω αυτήν την εξυπηρέτηση: θα αφήσω εσύ να αντιγράψεις εμένα, όσο πιο πιστά γίνεται. Να κοίτα λοιπόν προσεκτικά και μην αντιστέκεσαι. Αν τελειώσει ο πόλεμος ανάμεσά μας ίσως τελειώσει και κάθε άλλος..>>.

Το τρίτο είδωλο διαφώνησε και όσο γρήγορα εμφανίστηκε σε αυτήν την πολυεπίπεδη συνάντηση, το ίδιο άξαφνα κι εξαφανίστηκε. Το μόνο που απέμεινε στο γυαλί ήταν ένα υγρό αποτύπωμα.

 

Όνειρο φτερωτό

1-aseadream

 “ What does your conscience say? — ‘You should become the person you are’.”
***

(kanatlar*)

Οι γλάροι φτεροκοπούσαν τα όνειρά τους χορεύοντας την σιωπή πάνω από τα κύματα. Όλοι και όλα έρχονταν κατηφορίζοντας τα υδάτινα καλντερίμια, για λίγο στέκονταν κι έπειτα οπισθοχωρούσαν. Αυτό το γαλάζιο όνειρο είχε ένα μεγάλο παράθυρο που έβλεπε σε θάλασσα και ουρανό κι άφηνε το φως να γέρνει επάνω στα παντζούρια στοχεύοντας το τεντωμένο σκοινί της ανεξήγητης νοσταλγίας.

Μπορεί να ήτανε μεσημέρι. Μπορεί και απόγευμα. Σεντόνια φούσκωναν όλο υποσχέσεις στις αυλές σαν πανιά μικρών καραβιών αντιφεγγίζοντας τον ήλιο. Μέσα στα κρυφά χρώματα μιας βαθιάς σκιάς, σε ένα πέτρινο πεζούλι χουζούρευαν δυο γάτες με ησυχία, όπως όταν στο τέλος αποδέχεται κανείς την μοίρα του.

Δεν θέλεις να τα αλλάξουμε όλα;, είπε. Να φύγουμε από εδώ.

Νομίζεις, ότι άμα αλλάξουμε γεωγραφικό μέρος και κινηθούμε λίγο θα αλλάξουν τα πάντα, αλλά η αλήθεια είναι ότι αργά ή και γρήγορα θα βρεθούμε πάλι στο ίδιο σημείο, απάντησε. Η αλλαγή δεν προϋποθέτει απαραίτητα την κίνηση στον χώρο. Δεν είναι αυτή που την γεννά. Η μετατόπιση είναι το αιτιατό ή απλώς μία επιφανειακή αλλαγή, μία αλλαγή σκηνικού ή περιτυλίγματος. Θεωρώ πως αν δεν είναι έτοιμος κάποιος να δεχθεί την αλλαγή, όσο μακριά και να τρέξει, δεν πρόκειται να την πετύχει.

Ένα ζευγάρι πράσινα μάτια μικρά χαιρέτισαν μερικές ακτίνες φωτός κοιτάζοντας κάπου μακριά και λαμπυρίζοντας. Μία κουρτίνα φύσηξε τα πνευμόνια της προς τα έξω. Πικροί καρποί στόλιζαν τις πέτρες.

Δηλαδή πότε και πώς συμβαίνει μία πραγματική αλλαγή;

Δεν έχω μια συγκεκριμένη απάντηση γι’ αυτό. Ξέρω –αισθάνομαι για την ακρίβεια- ότι η αλλαγή είναι κάτι βαθύ που διαπερνάει οποιονδήποτε πυρήνα προς τα μέσα και τι ακριβώς συντελείται τότε είναι για εμάς ένα μυστήριο.

Ένας θεός άπλωσε το χέρι, ίσως για να πάρει ή να αλλάξει κάτι στην κοσμική υδατογραφία του, κι ένας νωχελικός αγέρας φύσηξε στροβιλίζοντας τους γλάρους. Δύο μάτια θλιμμένα καρφώθηκαν στο συντροφικά μοναχικό πέταγμά τους.

Πέρασε λίγη ώρα, πέρασαν και λίγοι αιώνες στιγμιαίοι..:

Εκείνοι γιατί έχουν φτερά;

Ίσως αν ξέραμε, να είχαμε κι εμείς, απάντησε αφηρημένα.

Λες να μπορέσουμε να γίνουμε  σαν αυτούς κάποια μέρα;, ξεστόμισε δειλά κι αργόσυρτα λες και οι λέξεις αυτές στιβαγμένες σε τέτοια σειρά αποτελούσαν έγκλημα.

Το σκέφτηκε κάμποσο, σαν να μην είχε ακούσει. Άραγε, μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο; Να γίνεται κανείς κάτι άλλο πέρα από εκείνο που γεννήθηκε; Θα μπορούσε στην πορεία του Χρόνου να γίνει γλάρος; Τελικά, αποφάσισε και είπε:

Μπορεί όταν μάθουμε την απάντηση στην πρώτη μας ερώτηση να γίνουμε κι εμείς, ναι…

Κι έτσι απλά σαν να είχαν ειπωθεί τα πάντα, χαμογέλασε -έδωσε μια και πήδηξε έξω από το γαλάζιο όνειρο.

(φτερά*)

***

Του Πόθου η Παιδική Χαρά

DSCN2592 (2)»Σου έχει τύχει ποτέ αγαπητέ μου φίλε, να κοιμάσαι και να ξυπνάς με έναν ακατανίκητο -ζαβολιάρη ήθελα να πω- πόθο; Έναν πόθο που δεν μπορείς να τον κάνεις να κάτσει ακίνητος κάπου λες και είναι ένα υπερκινητικό αγοράκι που δεν ησυχάζει, που δεν ξεχνάει, δεν κουράζεται και όλο τρέχει γύρω-γύρω από το μυαλό σου. Και ο μικρός αυτός πόθος -τόσο απαιτητικός από τον πρώτο καιρό της ζωής του ακόμα- έχει κάνει τον νου σου ολοήμερη παιδική χαρά!

Έχει όνομα αυτό το μικρό παιδί; Από που προέρχεται και πώς γεννήθηκε μέσα στα σπλάχνα του μυαλού και της ψυχής σου; Γιατί υπάρχει; Τι το δένει επάνω σου;

Και φτάνουν οι στιγμές που αυτό το αγόρι γίνεται βάσανο. Που μεγαλώνει, ψηλώνει, γίνεται έφηβος και αγριεύει. Το σώμα του βαραίνει, γίνεται στιβαρό και σκληρό. Μετατρέπεται σε έναν άπληστο ψίθυρο και ζητά συνεχώς κάτι από εσένα, σκύβοντας πίσω από το αυτί σου, όπου κι αν πας. Το αγόρι δεν είναι πια διασκεδαστικά αθώο, δεν προσφέρει χαρά ή γαλήνη. Το αγόρι έγινε ένα μεγάλο βάρος, σαν αόρατος κακοήθης ταραχοποιός που βρίσκεται κουλουριασμένος στο κέντρο του εγκεφάλου σου.

Και τώρα πλέον φτάνεις να μην αντέχεις άλλο την συμβίωσή σας. Τον νιώθεις σαν ξενιστή, σαν παράσιτο που σε δηλητιριάζει. Τώρα σε νοιάζει μόνο τι πρέπει να κάνεις για να τον εξοντώσεις. Ποιος είναι ο τρόπος να τον νικήσεις; Να τον σκοτώσεις; Ναι, να τον σκοτώσεις και να τον κερδίσεις. Να τον ελευθερώσεις δίνοντάς του αυτό που θέλει τόσο πολύ! Μπορείς να πάρεις αυτό που επιθυμεί-αυτό που ποθείς! Πάντα μπορείς. Αρκεί να μην επαναπαυτείς και συνηθίσεις την συγκατοίκηση με τον σκοτεινό έφηβο, όσο αναπάντεχα μαγευτικό και γεμάτο προκλήσεις είναι το ταξίδι μαζί του. Μην ξεχαστείς, μην αφήσεις το παιδί, τον έφηβο να μετατραπεί σε γέρο…», είπε στον νεαρό δίπλα του ο ηλικιωμένος κύριος, που είχε εναποθέσει το κουρασμένο του σώμα στο παγκάκι, και άφησε από μέσα του έναν βαθύ αναστεναγμό. Όσο περνούσαν τα χρόνια όλο και πιο πολύ ένιωθε αυτήν τη διαδυκότητα ανάμεσα στο σώμα και στην ψυχή. Ανάμεσα σε εκείνον και τον Πόθο του. Δεν είχε καταφέρει να τον σκοτώσει…

Είχε γίνει γέρος.

DSCN2594 (2)Καλημέρα σε όλους!

Αυτό το καλοκαίρι.

 

sunsetmpoufaΑυτό το καλοκαίρι.

Ξενύχτησα. Ξεφλούδισα ολόκληρες νύχτες σαν φρέσκα ροδάκινα. Συνέχεια ανάγνωσης «Αυτό το καλοκαίρι.»

Ο ν ά ρ κ ι σ σ ο ς

»the mind was dreaming. the world was its dream.»

1336Μια φορά κι έναν καιρό μία ολόμαυρη αρχοντική γάτα με ζαφειρένια μάτια προχωρούσε νωχελικά στην αυλή ενός σπιτιού που το κύκλωνε ηδονικά ένας νάρκισσος. Καθώς περπατούσε κατά μήκος του μεγάλου κήπου ανάμεσα από τους θάμνους και τα λουλούδια, παρατήρησε ένα μεγάλο παράθυρο. Τι παράξενο.

Πίσω από το τζάμι είδε ένα κοριτσάκι να κλαίει τρομαγμένο κοιτώντας τον ουρανό. Μόλις είχε διαβάσει ένα παραμύθι: Συνέχεια ανάγνωσης «Ο ν ά ρ κ ι σ σ ο ς»

-και αδιάφορα

cropped-tumblr_m4qrn4seq11qz4d4bo1_500_large.jpgΚάπου αλλού θα περπατάς τώρα. Θα γυρίζεις δήθεν σε ξένη εξώπορτα, όπως απαιτούν οι ανάγκες της νύχτας και οι κανόνες ευγενείας στα κιτάπια των σάπιων ιπποτών. Λες και δεν αναπνέεις στην ίδια  πόλη εσύ. Λες και δεν αναστενάζεις ίδιο ουρανό. Πάλι κάπου αλλού μίλησαν οι καρδιές μας τη πρώτη φορά. Οι παιδικές μας φαντασίες κανόνισαν ένα γύρο κυνηγητό. Μετά από χρόνια ήρθαν όλοι οι άλλοι ντυμένοι αμέτρητοι με το κενό του απείρου. Το παράπονο παραπατά μεθυσμένο κάνοντας αιμάτινα οχτάρια. Θέλω να σε αφήσω μα δε με αφήνει τίποτα. Πάντα θα στρίψεις στο δρόμο, θα κατέβεις τη κατηφόρα, θα τύχει θα μιλήσεις. Δε θα φταίξεις. Το άγνωστο σε φέρνει με τα κύματά του. Και όπου κι αν πάω σε αυτόν τον κόσμο κάποια θάλασσα με βρίσκει.

 Χρόνια πολλά και αδιάφορα

Δ έ κ α-ε φ τ ά

Στον Τ.

 jkjxkcjdo

Στο μυαλό μου πεταρίζει η εικόνα εκείνου του αγνώστου. Κάτι μου θύμιζε, καθώς προσπαθούσα να δείχνω όσο πιο αδιάφορη ήταν δυνατόν, όταν έστρεφα τα μάτια πάνω του. Να τον είχα ξαναδεί; Ίσως στην οχλοβοή των κεντρικών δρόμων ή στις θολές λιμνούλες κάποιου ονείρου. Καθώς φυσούσε αδιάφορα ένα σύννεφο καπνού έξω από τα πνευμόνια του, δεν μπορούσα να πω με σιγουριά. Και οι δύο εκδοχές πιθανές.

Η εικόνα του ξεφτίζει, ξαφνικά.

Όλοι τρέχουν γύρω-γύρω. Κουτάκια μπύρας στο τραπέζι. Το ένα πάνω στο άλλο σχηματισμένα σε δυο πύργους με το αλουμίνιο να γυαλίζει απεγνωσμένα. Κανείς δεν παρατηρεί τη μικρή λάμψη στην άκρη των κυλίνδρων. Μα είναι τόσο όμορφη! Σαν να έχει ζωή και να μιλάει. Μόνο που σχηματίζει λέξεις στη γλώσσα του φωτός.. Γι’ αυτό δεν μπορούν να ακούσουν. Αλλά αν κοιτάξουν επίμονα, θα πιάσουν τους ψιθύρους.

Αντί γι’ αυτό, κάνουν φασαρία καθώς τσιρίζουν χαρωπά και απλώνουν τα χέρια στο τραπέζι ανάμεσα από τις στήλες από κουτάκια, για να πάρουν ένα κομμάτι πίτσα. Πειράζουν ο ένας τον άλλο. Δυο συζητάνε μόνοι τους στη γωνία, άλλοι τέσσερις στον καναπέ. Ένα γάργαρο γέλιο κατεβαίνει σαν ποτάμι από το κάθισμα και χύνεται στο πάτωμα. Τα μαλλιά ανακατεύονται, καθώς ρίχνονται μπροστά από το πρόσωπο που σείεται από τα χαχανητά. Όλα όμορφα κι απόψε ανάμεσα στις αγκαλιές των φίλων.

Ο Νίκος σήμερα κλείνει τα δεκαεφτά. Κάποιοι από εμάς τον έχουμε προλάβει, κάποιοι άλλοι τον ακολουθούν σε μερικές εβδομάδες ή μήνες ή και μέρες. Μερικοί βιάζονται, μερικοί αντιδρούν περίπου, όπως και τα προηγούμενα χρόνια. Αλλά, πάει καιρός που πήραμε χαμπάρι, πως το να είσαι σε αυτή την ηλικία, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Συνέχεια ανάγνωσης «Δ έ κ α-ε φ τ ά»

Το τέταρτο άλογο

» Πείτε πως είστε ένα από τα χάλκινα άλογα και περιγράφετε σε μία παράγραφο την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους  Σταυροφόρους το 1204..» κάπως έτσι ήταν η εκφώνηση μιας άσκησης στο μάθημα της Ιστορίας και μετά από κάμποσο καιρό προέκυψε το διηγηματάκι.. 🙂

Εδώ σας έχω και λινκάκια σε περίπτωση που θέλετε να θυμηθείτε με περισσότερες λεπτομέρεις τα ιστορικά γεγονότα:

Δ’ Σταυροφορία

Η 4η Σταυροφορία Συνέχεια ανάγνωσης «Το τέταρτο άλογο»

Τα Δ ώ ρ α

 tumblr_mfgd79nVvc1r3zxfyo1_500

<< 200!! >>, είπε με γουρλωμένα μάτια, << Το διανοείσαι; >>

Θρήνος για διακόσια καταραμμένα χρυσά στρογγυλά κέρματα.

<< Πλην 200 μας κάνουν 300! Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος μόνος με τόσα λίγα; >>, αν δεν ήταν πρέπον, θα τραβούσε τα μαλλιά της και θα ξερίζωνε μια τούφα, << Ένας συνταξιούχος; >>, άρχισε να φτήνει χωρίς να το καταλαβαίνει, ήδη το πρόσωπό της είχε παραμορφωθεί από αγανακτησμένες γκριμάτσες, << Με ποιο δικαίωμα κλέβουν έτσι τη ζωή ενός ατόμου μέσα από τα ίδια του τα χέρια; >>.

Ξεκίνησε να κουνά τα χέρια σαν αυστηρή δασκάλα που όλο μιλάει και μιλάει που κι εκεί κάπου στην εφηβεία μπορείς να είσαι σίγουρος πια κι εσύ, πως μόνο αυτό θα κάνει.

<< Κι εσύ μιλάς για χριστουγεννιάτικα δώρα! >>, έφτυσε την πρόταση λες και της είχε κάτσει στο λαιμό, <<Θέε μου! Αν είναι δυνατόν! Πες μου, πού νομίζεις ότι ζεις! >>

<< Ξέχνα τα τα δώρα σου! >>, ούρλιαξε σκύβοντας μπροστά από το πρόσωπό της, <<Δεν έχει τέτοια φέτος!>>. Συνέχεια ανάγνωσης «Τα Δ ώ ρ α»

Ρ ό ζ α

[Έκανα πολύ καιρό να εμφανιστώ, αλλά είναι αυτός ο χρόνος που άρχισε να λιγοστεύει δραματικά φέτος σε συνδυασμό με το γεγονός πως δεν έχω internet εδώ και αρκέτο καιρό… Τελος πάντων το θέμα μας είναι αυτό το διήγημα, που ομολογώ πως το έγραφα εδώ και πολλούς μήνες (χωρίς να ξέρω αν κατάφερα τίποτα καλό τελικά)..  Γι’ αυτό το παραθέτω ολόκληρο εδώ! Συγγνώμη αν είναι κουραστικό, αλλά έχω ξαναπεί πως προτιμώ να τα δημοσιεύω ολόκληρα.. Σας παρακαλώ να προσπαθήσετε να το διαβάσετε, γιατί είναι σημαντική η γνώμη σας 🙂 Θα τα ξαναπούμε] Συνέχεια ανάγνωσης «Ρ ό ζ α»