Οδύσσειες

1.a.Οδύσσειες

Νυχτερινά ταξίδια της σκέψης και του ορθολογικού πνεύματος που δεν έχει πάψει να πιστεύει στο άπειρο. Εκείνο που εσωκλείουμε στους νευρώνες και στις φλέβες μας, στο κόκκινο που ρέει διακλαδωτά βουίζοντας σαν έντομο στις μεγάλες λεωφόρους και τις ενοποιητικές ριψοκίνδυνες διαβάσεις και που γυρίζει στα φανάρια και τα ρολόγια. Στο μεγάλο τούρκικο παζάρι που διατρέχεται από το άρωμα του φιστικιού και της πάπρικας και που οι ήχοι του φωλιάζουν στα γένια του ιμάμη, σαν ζαλισμένες σφήκες στους πάγκους με τους καρπούς της φύσης, στις ερήμους στην πλάτη των καμηλιέρηδων, στις κρυφές γραφές στις σελίδες των ματιών, στους αντικατοπτρισμούς του Ηράκλειτου κάτω στο ποτάμι. Αυτοί που με κόπο και με χρόνο  μέσα από το κρυστάλλινο κουκούλι του νερού, τον γενεσιουργό χωμάτινο πάτο, τα ρίσκα των δασών και την ελευθερία του ανέμου από ψάρια, ερπετά, θηλαστικά και πουλιά γίναμε άνθρωποι. Το άπειρο, που μας γέννησε και που δημιουργούμε πάλι σε μία ανάσα ανακύκλωσης του χρόνου, παίρνοντας τον καπνό και δίνοντάς τον πίσω, είναι τα φτερά μέσα μας και η αρχετυπική χροιά του Οδυσσέα που ξεκινά σκαρφαλώνοντας από τα βάθη των αιώνων κι επιστρέφει πάλι και πάλι. Έχουμε τόσα να πούμε για την διαδρομή αυτήν από νησί σε νησί κι από κόσμο σε κόσμο-που σιωπούμε και δεν ψελλίζουμε τίποτα κι έτσι φωνάζουμε ηχηρά τα πάντα. Ξεχάσαμε όσους κώδικες, όσα κλειδιά-γράμματα-πρόσωπα αφήσαμε πίσω μας, τώρα περνάμε από καινούργιες πόρτες. Από έννοιες εξαϋλωμένες στα φαινομενικά ανύπαρκτα. Τώρα δεν υπάρχουν λέξεις για να σας περιγράψουμε αυτό που είδαμε, γιατί αυτό που είδαμε ήταν άπειρο και δεν το χωράει η Γλώσσα ή ο Νους. Επειδή αυτό που είδαμε είμαστε εμείς. Επειδή αυτό που είδαμε είσαστε εσείς που δεν έχετε γίνει ακόμη.

Ιμπρεσσιονιστικό

  Το απόγευμα αυτό τόσο μοναχικά στεγνό ξεμένει στο ημερολόγιο της μέρας να ανεμίζει σαν ξέθωρο σεντόνι επάνω στο φαγωμένο σκοινί. Το φως του κατρακυλά λοξά απ’ το παράθυρο. Κάτω ο δρόμος ανασύρει από μακριά τους ήχους των ανθρώπων. Αυτοί που αγαπούν, που αναστενάζουν, που παρατηρούν κι εκείνοι κάτω από τα μπαλκόνια και κρυφά επιθυμούν […]

 1.a.afternoon

Το απόγευμα αυτό τόσο μοναχικά στεγνό ξεμένει στο ημερολόγιο της μέρας να ανεμίζει σαν ξέθωρο σεντόνι επάνω στο φαγωμένο σκοινί. Το φως του κατρακυλά λοξά απ’ το παράθυρο. Κάτω ο δρόμος ανασύρει από μακριά τους ήχους των ανθρώπων. Αυτοί που αγαπούν, που αναστενάζουν, που παρατηρούν κι εκείνοι κάτω από τα μπαλκόνια και κρυφά επιθυμούν να βγουν. Αυτές οι αμοιβάδες -οι αβάσταχτα στοιβαγμένες σε παράθυρα αμοιβάδες- που γράφουν, παρακολουθούν, κοιμούνται. Ο αέρας βουτά στα μαλλιά τους παίρνοντας λίγες από τις λέξεις να τις μεταφέρει στα νησιά να τις γυρίσει με τους ανεμόμυλους. Σκόνη και σκουριά είναι τα υλικά αυτού του λιωμένου καιρού που περνά αργά μπροστά από τα τζάμια. Μέσα από το μισοσκόταδο αναδύεται κάτι που ανάβει το φανάρι του πέρα φάρου. Η μουσική του κάτω πατώματος ίσως είναι το μόνο που βοηθά στο μέτρημα των ημερών και στη διαγραφή τους επάνω στο μαρμάρινο χέρι του απείρου. Λίγο πριν γυρίσει ο δείκτης η μνήμη μετουσιώνει τα επόμενα βήματα σε πέτρα. Μέσα από το μισοσκόταδο που σε λίγο γίνεται σκοτάδι εμφανίζονται πρόσωπα που βγαίνουν από τη λήθη για να πάρουν μια ανάσα. Αλλά ένα δάκρυ βαρύ σαν διαμάντι κόβει το μάγουλο αφού δεν τα αναγνωρίζει κανείς πια. Όλα τα μάτια φαίνονται άδεια, όλα τα δόντια κίτρινα και θολά. Μα όλα τα χαμόγελα σιωπούν ειρωνικά, καθώς ξεθωριάζουν κι αυτά κάπως ιμπρεσσιονιστικά.

Πολαρόιντ

(⇒μουσική)

Κάτι μ’ έχει πιάσει -λες να είναι εκείνη η ανώνυμη φαγούρα που επιστρέφει;- και ξηλώνω το παρελθόν. Βελονιά-βελονιά το αφήνω να ξεφτίζει και να διαλύεται στα δάχτυλά μου σαν δίχτυ που αποδομείται. Μετρώ τις αναμνήσεις προσωπικού και παγκόσμιου τύπου και ζωγραφίζω συλλογισμούς επάνω τους, καθώς τις σκορπάω στο πάτωμα σαν γυαλιστερές πολαρόιντ. Η ιατροδικαστής, επιστρατεύει το βλέμμα της μελετώντας τα σημάδια. Συλλέγει ψηφιδωτά στοιχεία, κάνει μία απόπειρα να τα αρχειοθετήσει πριν σκορπίσουν επάνω μου σε μελανά χρώματα και καταγράφει αναδρομικά την πορεία του εγκλήματος. Έπειτα, μου προτάσσει τη λίστα με τα πορίσματα κι εγώ υπολογίζω συνέπειες και κόστος. Ακουμπώ στο σώμα μου. Αφουγκράζομαι λέξεις και στιγμές. Ακροπατώ μην τυχόν και πετύχω κανένα ευαίσθητο νεύρο που κάνει ομοιοκαταληξία και προκληθεί ταραχή. Μακριά από τέτοια αραχνιασμένα πλαίσια έκφρασης, ανάμεσα στους αιώνες επιθυμώ να μάθω να είμαι κορίτσι της εποχής μου. Άραγε υπάρχουν όντως τέτοιες εποχές για να ανήκουμε-να σκεπαζόμαστε, όταν έχει κρύο; Στο καλειδοσκόπιο των περασμένων και πεθαμένων ωρών χορεύω, ακροπατώ και ζαλίζομαι, καθώς προσπαθώ να ενστερνιστώ-να αποκρυπτογραφήσω τον ρυθμό της μουσικής. Πέφτοντας κατακόρυφα με τη μορφή βροχής από τα μεγάφωνα του ουρανού ο ήχος τραυματίζει τα αυτιά μου, κι εγώ παραπατώ και πέφτω και σηκώνομαι ιδρωμένη κοιτώντας ολόγυρα το πολύχρωμο κέντρο του κόσμου. Τα φώτα σκάνε στα ρουθούνια και το πρόσωπό μου. Κάτι μυρίζει όπως η σκουριά. Χτυπάω με φόρα την πόρτα του μπαρ τσατισμένη, αφού μια στιγμή πριν ήμουν εκεί και χόρευα. Βγαίνει ο τύπος με το καπέλο, μα μια απόκοσμα δυσανάλογη σκιά καλύπτει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Μου λέει βραχνά «πέρασε η ώρα, η στιγμή, ο αιώνας κι η εποχή» και τότε όλα ρέουν με έναν παράδοξο τρόπο σαν ρευστοποιημένα σχήματα προς τα κάτω στον υπόνομο. Ένα βλεφάρισμα και η πόρτα, ο άντρας, το μπαρ εξαϋλώνονται. Η εποχή δεν υπάρχει πια, απομένουν μονάχα τσαλαπατημένες και μεταποιημένες οι φωτογραφίες, τα βιβλία και τα ντοκιμαντέρ της διάσπαρτα στα πλακάκια της κουζίνας.

(⇒μουσική από το μπαρ)

Μέσα στο Κωλοχανείο*

Είμαστε τα λησμονημένα άτομα, περιδιαβαίνουσες στραφταλιστές αμοιβάδες. Τσακισμένα μόρια που έγιναν νομάδες. Πλέκουμε στον ελεύθερα μικροπρεπή χρόνο μας συρματοπλέγματα που αρμέγουνε την αβάσταχτη ανθρωπιά. Αίμα τρέχει από την συλλογική άλαλη πληγή. Και τότε γδέρνει ύπουλη η λύπη την άπληστη ευτυχία μας. Βροχή ασίγαστη που πέφτουν τα λασπονέρια- στα χαντάκια έρπει ηττημένος ο ακάθεκτος εγωισμός. Με τόσο ευφάνταστα ψέματα άλλαξε τροχιά κι ο φτωχός θεός. Πάντα θεάνθρωπος και αριστερός πηδά χαλαρά σε δεξιόστροφους ρυθμούς ένας βρώμικος θνητός. Κι αχ τα βάσανα δεν έχουν τελειωμό: Σκέψεις, λέξεις, φράσεις βελόνες βουντού στο χέρι της κυκλοθυμικής μοίρας-με τσάι γνέθει πολύχρωμες ψευδαισθήσεις. Όλα πασπαλισμένα με άκαιρο θρησκευτικό παράπονο. Περπατά ο άνθρωπος μονάχος στη βροχή του φωτός πλάι στα δέντρα, στα ποτάμια και στα ζώα. Περνά υπογείως από τις απολαύσεις. Κανένας ανάμεσα στα απανωτά ποτά και τα άδολα ξενύχτια. Κάποιος απουσιάζει. Κάποιος παραπατά στα ξεροχώραφα της καταναλωτικής αδιαφορίας. Μπαινοβγαίνει στα χαμαιτυπεία και στα καφενεδάκια με τσιγάρο ή κιμωλία. Αδιαπέραστα ταξίδια του μυαλού σε εσοχές και τρύπες. Καρτέλες, ρόλοι και τιμές για να διευκολυνθεί το μάταιο να διαβεί-να διαπεράσει το ναρκωμένο ρολόι της αιώνιας ημέρας. Ποτέ σου άξεστε δεν θα το βρεις. Οι τσέπες όλες τρύπιες, τα κέρματα τα εξαργύρωσε αλλάζοντας ρούχα η απερισκεψία. Ποτέ σου άμοιρε δεν θα το γνωρίσεις. Η ηλιθιότητα σαν πρωτάρα μαζικά κάθε μέρα πιάνεται στην φάκα. Κι ας αγναντεύεις τις νύχτες τους αστερισμούς- τα μάτια των γέρικων αδέσποτων στη στάση πλημμυρισμένα θυμούνται παλιούς σκοπούς των λύκων. Αυτά έβγαλαν τον ψίθυρο από το πιθάρι των φιλοσόφων: τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει. Εγώ. Εγώ που αφουγκράζομαι το ποίημα του πλάτανου, εγώ που αναδεύω μέσα στα κύματα, στην ανυπαρξία και στην ύπαρξη-στην ευδαιμονία και στη μελαγχολία. Πέρα εκεί στη θάλασσα-στου ποτηριού το κύμα- που διαισθάνεται αυτό που πρόκειται να ξυπνήσει μέσα από το σκοτάδι κι από τα σωθικά της. Το μωρό ενός θαυμαστού έτερου κόσμου. Οι πινακίδες που με οδηγούν μου στερούν τον προορισμό. Το ταξίδι μου δυσβάσταχτο-ζέχνει βλακεία. Γιατί τώρα κοιτώ κι εγώ τις τσέπες μου-με ξεγέλασε ο εαυτός-άφραγκη κι εγώ από Χρόνο και αξίες- λυπάμαι, χωρίς υπερβολές…

 

 

 

Το Soundtrack :

 

*Οι Λάργκο δεν έχουν κλείσει χρόνο από τότε που έσκασαν μύτη θαρρώ. Πρόσφατα τους απόλαυσα σε live εμφάνιση. Σας πληροφορώ ότι είναι τόσο μαγευτικοί (κι ακόμα πιο πολύ) όσο ακούγονται από εδώ. Είναι φανερό πως η μουσική τους αποτέλεσε στήριγμα κι έμπνευση για αυτό το ξεχαρβαλωμένο ποίημα.

Η επίσκεψη του τρωκτικού

1-cat

Τα φύλλα και τα δάκρυα πέφτουν το φθινόπωρο. Όλα ψήγματα από το ψηφιδωτό της εποχής. Συνθέτουν τους καθρέφτες που βρίσκονται στους δρόμους, στους φανοστάτες, στις βιτρίνες, στις πινακίδες, στις διαλέξεις, στα μάτια όλων. Και οι καθρέφτες καλύπτοντας όλες τις διαστάσεις, πάντα να δείχνουν αυτό που δεν αντέχουμε να δούμε. Κάτι που μας κυνηγάει όπου κι αν πάμε ή βρεθούμε, γιατί είναι ένα μικρό τίποτα που κάθεται σφιγμένο μέσα μας. Σαν λαθραίος ποντικός που μπήκε στο πέτρινο σπίτι  της ψυχής μας και χώθηκε στην πιο κρυφή γωνιά. Αυτό είναι το τίποτα. Τόσο συμπαγές, τόσο υλικό, τόσο βαρύ, τόσο θλιμμένο. Και γιατί το λένε τίποτα; Ίσως επειδή δεν έχει σχήμα ούτε φωνή ούτε καταλαμβάνει χώρο. Βολεύεται στο πάντα. Δεν το βλέπεις, δεν το αισθάνεσαι. Μονάχα το σκέφτεσαι. Το μπάζεις αυθόρμητα- κατά λάθος- μία απερισκεψία της κούρασης- στο μυαλό σου κι αυτό ξεκινάει ευθέως κι ευθαρσώς να κατατρώει τους τείχους του, γκρεμίζοντας τα όρια. Και τότε το δωμάτιο πλημμυρίζει εξαϋλωμένη θλίψη και άκαιρο παράπονο σαν παρενέργειες ψυχοτρόπων χαπιών. Κουταλάκια του γλυκού, ασπιρίνες, πετσέτες, πιάτα, φυτά, παράθυρα όλα γυρίζουν ομόκεντρα στο κεφάλι της νοσταλγίας. Κοιτάς με άδειο βλέμμα το πλυντήριο την στιγμή που ο λαθραίος ξενιστής έχει καταβροχθίσει και το τελευταίο καλώδιο που σε συνέδεε με την πραγματικότητα της καθαρής ψυχής.

Νυσταγμένος ακόμα

1-Aaaautumn

/././. /μουσική/ ./././

Ήθελα να σου γράψω ένα γράμμα. Μερικές αράδες ερασιτεχνικά στοιβαγμένες κι αρωματισμένες με τα οσφρητικά ερεθίσματα του φθινοπώρου. Με τα κόκκινα και ξεροκίτρινα χορτάρια, με τα πεταμένα τσιγάρα, τους ηττημένους της ασφάλτου και τις έφηβες συννεφιές. Αυτήν την εποχή που προσφέρει τις φθίνουσες διαθέσεις και τους άδειους τόπους. Μυρωδιές από καφέ, από ποτά, από φύλλα και μελάνι. Μυρωδιά από γεροντοκόρες αμφιβολίες και φιλόδοξες υποθέσεις που καίγονται. Να σου μιλήσω για όλα εκείνα κι όλα αυτά, που αναστατώνουν προληπτικά τον ουρανό του Σεπτέμβρη πετώντας πάνω στα φτερά των γλάρων και κρατώντας ραβασάκια διπλωμένα σε μεγάλους φακέλους-χαρταετούς. Τις εικόνες, τους χρόνους τους διαιρεμένους, τα κλάσματα της ώρας, τους δείκτες-τα ρολόγια, τα σύνορα του μυαλού-την αρχή της Άστατης Kαρδιακής Kατοχής. Τα χρώματα που ξεπετάγονται σε χαρούμενους πίδακες από τις ρωγμές της νωχελικής καθημερινότητας που κάθεται σαν γάτα με μισόκλειστα μάτια, για να μας παρακολουθεί να τρέχουμε και να εξαφανιζόμαστε όπως οι σταγόνες από τις χαραμάδες. Μερικές γραμμές που να βουίζουν σαν βαγόνια αραγμένα… Λίγες λέξεις μαζεμένες στο ίδιο φιαλίδιο εκδηλωτικής παρόρμησης έτσι ώστε να δένουν οργανικά μεταξύ τους, για να προκύψει από τη σύνθεσή τους η γεύση του πρώτου μας αέρινα αλατισμένου φιλιού. Ένα άγγιγμα ευαίσθητο σαν μικρό κλαρί, σαν δέντρο που είναι ακόμα παιδί. Είναι το γράμμα που θα αγκαλιάζει σαν ζεστή κούπα τα πιο λαμπρά κοινά μας δευτερόλεπτα και θα κάνει τη σύμπτυξη αυτών να βγάζουν μπουρμπουλήθρες που θα σκάνε σε μια γουλιά γλιστρώντας ευχάριστα μέσα σε έναν από τους σωλήνες του εγκεφαλικού σου δωματίου. Αυτό το γράμμα είναι ο κήπος-ένας κυκλικός λαβύρινθος όπου ριζώνουν τα λεπτά μας και διακλαδώνονται σε γαλάζια και πράσινα ρυάκια τα λόγια τα μισοτελειωμένα, τα αιωρούμενα και τα σπαστά, τα αισθήματα τα παράφορα θυμωμένα που πηγαίνουν πρώτη φορά φέτος στο ιδιωτικό σχολείο του Έρωτα και καίνε κρεμασμένα από σχοινιά σαν μικρά φαναράκια με φόντο το δείλι.

Κι αυτές οι προτάσεις είναι ο φράχτης αυτού του κήπου, μιας γωνιάς καταπράσινης που έχει ένα πηγάδι στο κέντρο. Το γράμμα αυτό σταματάει μέχρι να φθάσεις στον αδηφάγο πυρήνα. Μόλις η ματιά σου πέσει πάνω στην κοσμική τούτη μικρογραφία, όλες οι υπόλοιπες λέξεις εξατμίζονται, τα νοήματα απορροφώνται, τα συναισθήματα κατρακυλούν στην πηγή και η ίδια η επιστολή επιστρέφει στο ντουλάπι απ’ όπου προήλθε και μαζεύει τον εαυτό της σε μία μονάχα λέξη-σε ένα μονάχα βλέμμα.

Δεν έχεις παρά να κοιτάξεις το πρωί προσεκτικά στον καθρέφτη σου. Δεν θα χαθείς. Θα κάνεις πέρα τις βαθυπράσινες φτέλιες, θα αποδιώξεις τις χρυσές πυγολαμπίδες και θα περπατήσεις στο πρώτο γκριζωπό μονοπάτι. Θα σταθείς στο πέτρινο πηγάδι και θα κοιτάξεις στο βάθος του. Ήσυχα θα διαβάσεις -νυσταγμένος ακόμα- το «σ’αγαπώ» που άφησα εκεί για σένα..

1-aman

/././(κι άλλη) μουσική/././

Λήθινη Εποχή

 1-alithiniepoxi77

(μουσική)

Σε εκείνο το παλιό σπίτι μπροστά στη θάλασσα, εκεί που τα πόδια μας τα έσκιζαν οι πέτρες και τα μάτια μας τα τσιμπούσαν οι γλάροι στροβιλίζοντας εκτυφλωτικά το γαλάζιο με το λευκό του φωτός.

Εκεί που τρέχοντας ελεύθεροι πέφταμε στο χώμα με τα γόνατα και τρώγαμε τη σκόνη των διαδοχικών καιρών παραδομένοι σε μια επαναλαμβανόμενη κυκλική πρωτογενή κίνηση, αντανακλαστικά αναζωπυρώνοντας πάλι και πάλι μία αγαπημένη ανάμνηση που παραμένει δεμένη κάτω από τον λεπτοδείκτη του προσωπικού μας Ρολογιού.

Μέρες και νύχτες σημαδεύαμε τον ορίζοντα χρησιμοποιώντας τα όνειρά μας διπλόνοντάς τα πίσω από τα βλέφαρα σε νοητές σαΐτες. Bάζαμε άρρητα στοιχήματα για το ποιος θα φτάσει πρώτος στην άλλη άκρη του κόσμου, ποιος θα αγγίξει τους δίσκους του Φωτός. Συνέχεια ανάγνωσης «Λήθινη Εποχή»

Το Πέρασμα

(Coming Back To Life)

1_Magikifonistardust3Σαν τα κύματα του ωκεανού απρόσμενα απροσμέτρητες έρχονται οι αλλαγές και τυλίγουν τα πόδια μας, αλλάζουν τις πορείες μας αναδιαμορφώνοντας τον χάρτη της ζωής. Τίποτα δεν έρχεται όπως το περιμέναμε, όπως το πλάθαμε στα καζάνια της νόησης και της συνείδησης. Έτσι που τρέχαμε πανέτοιμοι μα απότομα σταματήσαμε μπροστά από ένα τρομακτικό θέαμα.

Βαθύ αντικρίζουμε το χρώμα του κενού στο χείλος του αγνώστου. Ένα συναίσθημα πνίγει σαν μέγγενη όλους όσους στέκονται στον γκρεμό με το βλέμμα προς τα κάτω να καρφώνεται σε ένα έρεβος αβεβαιότητας. Μικροπρέπεια κι αυτολύπηση. Παγωνιά καταρρέει στη μέση του χειμώνα και περιδιαβαίνει από κύτταρο σε κύτταρο σέρνοντας την απογοήτευση που διέρρευσε απρόσμενα μέσα από τους ραγισμένους μας καθρέφτες. Επειδή μικρόψυχα σχεδιάσαμε και στήσαμε τελικά τις φιλοδοξίες μας σαν τείχη που μας απομάκρυναν από την ουσία. Οι προσδοκίες μας δεν ήταν φάροι εν μέσω ανακατωμένων ωκεανών κι αστρικών λαβυρίνθων, αλλά φράχτες που ζωγράφιζαν περιμετρικά το μυαλό.

1_MagikifoniStarDust2Όμως, ήρθε η απρόσμενη στιγμή που κοιτάξαμε για μια ακόμη φορά το τοπίο γύρω μας –ένα νεκροταφείο ονείρων- κι έτσι λυτρωμένοι πια από την επιθυμία και τους ασίγαστους πόθους πίσω από τα οποία τρέχαμε με όλη μας την ψυχή, τα αφήσαμε όλα εκεί πέρα καίγοντάς τα για να φωτίσουμε το κενό μπροστά μας. Έτσι που περπατώντας σιγά-σιγά και με φρεσκοβαμμένη την πίστη φτάσαμε ως εδώ. Σήμερα. Κι αφουγκραζόμαστε τον Ουρανό και το Φως και τις λέξεις που προφέρει η Γη παλλόμενη ψιθυρίζοντας στον πυρήνα. Σήμερα είναι η λέξη.

1-Magikifonistardusttumblr_o09y37e2U11tl7h9yo1_500

Σήμερα-Τώρα. Με γόνατα και πέλματα γρατζουνισμένα, μάτια φουσκωμένα από τις συγκινήσεις και τις περιπέτειες που βρήκαμε στην πορεία μας. Τώρα κουβαλάμε αυτήν την ιστορία για μια ζωή γραμμένη σε χαρακιές στις παλάμες μας, ώστε να μην ξεχάσουμε ποτέ το πέρασμα και τη διαδικασία που μας έσπρωξε στην κρίσιμη γραμμή του. Ποτέ ξανά δεν θα περπατήσουμε με τον ίδιο τρόπο, ούτε θα κοιτάξουμε με την ίδια συστολή το Σύμπαν.

Κοίτα πώς αλλάξαμε, τόσο που ποτέ δεν το είχαμε φανταστεί. Τώρα μας αρέσουν τα κύματα. Τώρα μας αρέσει ο άνεμος και το απρόσμενο ταξίδι του, στη δίνη του οποίου μας παρασέρνει. Αλλαγές, αλλαγές φουσκώνουν σαν σύννεφα στον ουρανό-στα πνευμόνια μας και σαν αιωρούμενα καράβια έρχονται μαζί με το νέο φως προς το μέρος μας, μας βρίσκουν στην ακτή και τότε όταν τολμάμε, μέσα από το νερό του παγωμένου πλάτους βγαίνει ένας Ήλιος ολόφρεσκος κι εμείς -αφήνοντας στην άμμο όσα μας βάραιναν- πιανόμαστε από τις αχτίδες του κι ανεβαίνουμε.

1-MagikifoniStarDust

1-Magikifonistardust4(There’s A Big-A Big Hard Sun Beating!)

Ε.

The lion and the lamb*

1-lion and lamb 2

Στους ανθρώπους,

Μπορεί όντως να έρθει κι εκείνη η μέρα που θα ξαναχτίσουμε πάλι το ειρηνικό βασίλειο. Που θα ανοίξουμε διάπλατα σαν ολόλευκες φτερούγες τα παράθυρα των αντικριστών μπαλκονιών μας(!) και –πίσω από τις ξεπλυμένες μας ψυχές που κρέμονται όπως οι μπουγάδες- θα κοιταχτούμε βαθιά στα μάτια χωρίς να γελάσουμε μικρόψυχα σφαλίζοντας τα σκαλιστά μας βλέφαρα. «Βουτιά θέλει η ζωή παιδιά μου!», θα ακουστεί μέσα από τα μεγάφωνα της καρδιάς το τραγούδι της συλλογικής εμπειρίας . Γιατί σας έχω κοιτάξει. Στα μάτια σας τα κυρτά –πίσω από μαρμάρινες αναμνήσεις- οι πυρήνες έχουν τέτοιο απύθμενο βάθος που τους ακούω να πάλλονται λίγες ανάσες μακριά με πάθος. Γιατί δεν μου μιλάτε; Γιατί δεν μιλάμε πιά; Τις ψυχές σας βλέπω από το σπίτι μου που κλείστηκαν σαν καφκικά σκαθάρια στο δωμάτιο της ατέρμονης μοναξιάς. Πάνω-κάτω πηγαίνουν στο πάτωμα και στο ταβάνι και συγκρούονται ξύνοντας την ταπετσαρία της ολικής αποξένωσης-ξηλώνοντας φωτογραφίες. Κι έχετε τα φώτα σβηστά. Ανάψτε έστω ένα κερί! Βγείτε στο μπαλκόνι του απέναντι πλοίου-στη νύχτα να ταξιδέψουμε μαζί και να ξανοιχτούμε. Το ξέρω, το ταξίδι αυτό θέλει χρόνο. Μα έφτασε ο καιρός να ενώσουμε τις πορείες μας σε μία. Να, ήδη φαίνεται το αδύναμο νεογέννητο φως, που ανεβαίνει μέσα από την θάλασσα να ανταμώσει τον απρόσιτο ορίζοντα. Δεν υπάρχει μόνο ένας δρόμος προς την Ιθάκη. Έφτασε του Xρόνου το μονοπάτι να φιλιώσει το λιοντάρι με τον μικρό αμνό*…:

**

**Αυτό το κομμάτι, είναι από μόνο του ένα τέλειο ποίημα και τις τελευταίες μέρες-απογεύματα-βράδυα μέσα στο »νεογέννητο» κρύο, έχει αγκαλιάσει την καρδιά και την σκέψη μου:

«Peaceable Kingdom»

Yesterday I saw you standing there With your hand against the pane
Looking out the window At the rain

And I wanted to tell you That your tears were not in vain
But I guess we both knew We’d never be the same
Never be the same

Why must we hide all these feelings inside?
Lions and lambs shall abide

Maybe one day we’ll be strong enough To build it back again
Build the peaceable kingdom Back again
Build it back again

Why must we hide all these feelings inside? Lions and lambs shall abide

Maybe one day we’ll be strong enough To build it back again
Build the peaceable kingdom Back again
Maybe one day we’ll be strong enough To build it back again
Build the peaceable kingdom Build it back again

Build the peaceable kingdom Build it back again

Επιστρέφω…., αγάπη μόνο.

Αιχμηρές στιγμές

1-awish12Είμαι αφηρημένη. Κλειδωμένη μέσα στις περισσότερες λέξεις, ουσιαστικά -εμμονικά σχεδόν-περιστρέφομαι πάντα κοντά στα ίδια θέματα σαν να ξετυλίγω ένα κουβάρι γύρω από τον εαυτό μου κι αφήνω το νήμα να ζωγραφίζει τον λαβύρινθο. Τσαλαβουτώ στις σελίδες και στο μελανό απροσμέτρητο κενό, χωρίς να κρατώ τίποτα, άδεια. Με ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά ακόμα και όταν έχει συννεφιές προχωρώ. Προσπερνώ σαν ζαλισμένο καφκικό σκαθάρι χωρίς κατεύθυνση μέσα από έναν μεγάλο αχανή σταθμό. Όταν χιλιετίες πριν ξέχασα να πετώ, έμαθα να πληγώνω τους άλλους και τον εαυτό μου, λόγω περηφάνιας και φανταχτερής ιδεολογίας καθημερινά να ζω. Κι όλη μέρα ένα μεγάλο προβολέα αδελφικό ένιωθα να με παρακολουθεί από το ταβάνι της γης κι εγώ να πνίγομαι στην αυλαία μου μέσα στις σκέψεις και οι Σάτυροι να χειροκροτούν πίνοντας και ψαρεύοντας τον μικροπρεπή μου πόνο, για να τον φάνε. Όπως και τότε, μέχρι και τώρα, όταν νυχτώνει, κρυώνω κάτω από κάθε λυπημένο φανοστάτη. Οι συλλογισμοί μου με αποπροσανατολίζουν μέσα στη μέρα και ξεχνάω να βρω το μονοπάτι που μου στρώσανε. Ξεμένω στα καπηλειά των κυνικών χωρίς χάρτη. Και τότε –κρακ– ακούγεται ξανά ο τροχός της Μεγάλης Ειρωνείας. Ήρθε ο καιρός που η μοιραία μοναξιά σφαλίζει τα παντζούρια και πέφτει ασταμάτητα για ύπνο καταπίνοντας την λήθη, κρατώντας με ταμπουρωμένη. Αυτός που με κυνηγάει γυρίζοντας τα λιγδερά σοκάκια του κοσμικού ρολογιού προφτάνει και στέκεται αυτήν την αιχμηρή στιγμή πίσω μου χτενίζοντάς με- με την ανάσα του. Σαν χθες, σαν αύριο-δεν θα βρέξει αισιοδοξία σήμερα, να ξέρεις.

1-aημοναξιάασταμάτητακοιμάται