Λήθινη Εποχή

 1-alithiniepoxi77

(μουσική)

Σε εκείνο το παλιό σπίτι μπροστά στη θάλασσα, εκεί που τα πόδια μας τα έσκιζαν οι πέτρες και τα μάτια μας τα τσιμπούσαν οι γλάροι στροβιλίζοντας εκτυφλωτικά το γαλάζιο με το λευκό του φωτός.

Εκεί που τρέχοντας ελεύθεροι πέφταμε στο χώμα με τα γόνατα και τρώγαμε τη σκόνη των διαδοχικών καιρών παραδομένοι σε μια επαναλαμβανόμενη κυκλική πρωτογενή κίνηση, αντανακλαστικά αναζωπυρώνοντας πάλι και πάλι μία αγαπημένη ανάμνηση που παραμένει δεμένη κάτω από τον λεπτοδείκτη του προσωπικού μας Ρολογιού.

Μέρες και νύχτες σημαδεύαμε τον ορίζοντα χρησιμοποιώντας τα όνειρά μας διπλόνοντάς τα πίσω από τα βλέφαρα σε νοητές σαΐτες. Bάζαμε άρρητα στοιχήματα για το ποιος θα φτάσει πρώτος στην άλλη άκρη του κόσμου, ποιος θα αγγίξει τους δίσκους του Φωτός. Συνέχεια ανάγνωσης «Λήθινη Εποχή»

Απουσία

 * * *

Κλείνει τα φώτα στο σαλόνι με τα παλιά ξύλινα έπιπλα και προχωράει στο μισοσκόταδο. Το ξέρει το σπίτι της καλύτερα και από την παλάμη του χεριού της. Θα μπορούσε να κυκλοφορεί μέσα του ακόμα και τυφλή. Κατευθύνεται προς την γωνιά πριν το στενό υπνοδωμάτιο. Εκεί που έχει κρεμάσει το καντηλάκι με το μαυρισμένο από τον καπνό γυαλί του. Σηκώνει πολύ λίγο τα μάτια και το κοιτάζει που φιλοξενεί την μικρή την φλόγα μέσα του. Κι αυτή σιγοκαίει πορτοκαλιά κι αδύναμη κι ας έχει γίνει ξαφνικά όλος ο κόσμος του σπιτιού. Την κανει να νιώθει σαν να μικραίνει απότομα ο τόπος. Σαν να συνοστίζεται η ζωή της σε μερικές σπίθες.

Αλλά τέρμα οι σκέψεις.

Κάνει τον σταυρό της και βολεύει τα χέρια της πάνω στην κοιλιά της. Καρφώνει τα μάτια   στο πορτοκαλί φως και μετά από λίγο εστιάζει το βλέμμα της στην Παναγία, που κρατώντας τον γιό της, γέρνει ελαφρά και την κοιτάζει πίσω από το καντήλι. Νιώθει σαν να της λέει κάτι, αλλά δεν μπορεί να την καταλάβει. Δεν δίνει σημασία.Κουνάει τα χείλια της για λίγο. Χωρίς να βγάζει από μέσα της φωνή. Προσεύχεται. Προσεύχεται δυνατά κι έντονα. Είναι από τα λίγα πράγματα που της έχουν απομείνει για να βοηθήσει τον εαυτό της και αυτούς τους λίγους που αγαπάει. Συνέχεια ανάγνωσης «Απουσία»

Γλυκό κεράσι

Τινάχτηκε πάνω τρομαγμένη και λαχανιάζοντας μέσα στο σκοτάδι. Έπιασε με τα δυο της χέρια το πρόσωπό της κι έκρυψε μέσα τους τα μάτια της φοβισμένη κάνοντας το μαύρο γύρω της ακόμη πιο πυκνό. Καθισμένη στο κρεβάτι με τις κουβέρτες ακόμα προστατευτικά τυλιγμένες πάνω από το σώμα της, έμεινε εκεί, σκυμμένη πάνω από τα πόδια της σαν φοβισμένο μικρό παιδί. Κράτησε την αναπνοή της και περίμενε υπομονετικά, μέχρι να σιγουρευτεί ότι ήταν απολύτως μόνη της στο κλειστό δωμάτιο. Μέχρι να σιγουρευτεί ότι ήταν ασφαλής.

Αφού ο ρυθμός της αναπνοής της έγινε και πάλι φυσιολογικός, άνοιξε αργά-αργά τα δάχτυλά της με τις παλάμες της ακόμη κολλημένες στα φλογισμένα της μάγουλα. Κοίταξε με την άκρη του ματιού της προς τα δεξιά της. Εκεί που βρισκόταν το μισόκλειστο δίφυλλο παντζούρι. Εκείνο που έβγαζε στο αγαπημένο της μπαλκονάκι. Με ανακούφιση πρόσεξε τα κομμάτια του λευκού σεληνόφωτος που έμπαιναν στο δωμάτιο μέσα από τις κενές λωρίδες στο ξύλο και ζωγράφιζαν το πάτωμα και φώτιζαν απαλά τον μικρό χώρο. Πάει πια… Το κακό πέρασε. Έφυγε. Σταμάτησε να σφίγγει τα μάγουλά της τραβώντας τις παλάμες της μακριά από το πρόσωπό της. Συνειδητοποίησε ότι τα έσφιγγε τόσην ώρα. Συνέχεια ανάγνωσης «Γλυκό κεράσι»

La vita e bella…

Το τελευταίο απόγευμα στο σπίτι, άνοιξε την τζαμόπορτα και ξεχύθηκε έξω στο μπαλκόνι, με τέτοια φόρα που θα έλεγε κανείς πως δεν μπορούσε να ανασάνει μέσα στο σπίτι και ζητούσε οξυγόνο. Αλλά, κάπως έτσι δεν ήταν; Ποιος μπορεί να αναπνεύσει μέσα στη θλίψη και την αποπνιχτική μελαγχολία του τέλους; Ποιος μπορεί να αντέξει το αντίο χωρίς να λυγίσει; Ποιος; Συνέχεια ανάγνωσης «La vita e bella…»

Μια ζωή μέσα στην πράσινη αυλή (για την γιαγιά στη ζωή μας)

Κοίταξε από την τζαμόπορτα την αγκαλιά της αυλής της. Ήταν πράσινη και άγγιζε ολόκληρη την περίμετρο του χώρου. Θυμόταν παλιά, όταν τα παιδιά της έτρεχαν ανάμεσα από τις μαργαρίτες και της σαρδέλες, για να φτάσουν κοντά της και να κρυφτούν πίσω από τη φούστα της. Αυτά με τον καιρό μεγάλωσαν και άνθισαν σε αντίθεση με της μαργαρίτες, που ηττημένες από την αστικοποίηση και το καυσαέριο μαράθηκαν και δεν της ξαναχαμογέλασαν.

Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Έσφιξε την ρόμπα πάνω στο σώμα της στην προσπάθειά της να αντισταθεί στο κρύο και στη μελαγχολία που την τρύπησαν και τα δυο μαζί σαν μία ενιαία  δύναμη. Πόσα είχαν συμβεί σ’ εκείνη την αυλή! Όλα τα σημαντικά πρόσωπα, οι πρωταγωνιστές του έργου της, είχαν μεγαλώσει μέσα στις μανταρινιές και τις λεμονιές, ανάμεσα στο γιασεμί και το τσιμέντο. Ολάκερη η ζωή κατοικούσε ανάμεσά τους. Η ίδια που περνούσε τώρα από την αυλόπορτα, εμφανιζόταν μπροστά της, σήκωνε το χέρι της και την χαιρετούσε.  Εκείνη της χαμογελούσε ανεπαίσθητα κι αφηρημένα. Συνέχεια ανάγνωσης «Μια ζωή μέσα στην πράσινη αυλή (για την γιαγιά στη ζωή μας)»

Η προδοσία είναι για τους δυνατούς…

( Η »ιστορία» που ακολουθεί είναι προιόν μυθοπλασίας και η όποια ομοιότητα με πρόσωπα είναι εντελώς τυχαία….)

Εντάξει, τελικά, έχουν δίκιο οι μεγάλοι που λένε κάθε πέρυσι και καλύτερα…

Μονολόγησε εκείνη με μια απροσδιόριστη πικρίλα να κάθεται στον ουρανίσκο της και να φιλτράρει όποια θετική σκέψη πήγαινε από τον νου στο στόμα… Στάθηκε στον στενό χώρο της κουζίνας και κάρφωσε τα μάτια της στα παλιά ντουλάπια. Έπειτα, στον νεροχύτη και μετά στις σταγόνες που έπεφταν κάθε λίγο από τη βρύση.

Και αναρωτιόταν τι στο διάολο έκανε σ’ αυτή τη ζωή. Πολλές φορές δεν ήξερε και άλλες τόσες η μάνα της δεν της έδινε μια σαφή απάντηση. Συνέχεια ανάγνωσης «Η προδοσία είναι για τους δυνατούς…»