[Ένα μεγάλο διήγημα (σε σχέση με άλλα δικά μου) που θα με συγχωρέσεις αγαπητέ αναγνώστη, αλλά πονάει η καρδιά μου όταν το »πετσοκόβω» σε »μέρη»:)]
Ήρθαμε πριν δυο μέρες στο χωριό. Κάθε πλαγιά του βουνού, κάθε γωνιά είναι φορτωμένη με βαριά δέντρα και πυκνούς θάμνους πάνω στο πράσινο των οποίων παίζονται τα καλύτερα παιχνίδια του φωτός. Ο ήλιος κυνηγάει το σκοτάδι, θαρρείς πάνω σε μια τεράστια ζωντανή ελαιογραφία. Κάποιες φορές το φτάνει και κάποιες άλλες είναι αυτός που χάνει, αλλά ο χορός τους δεν σταματάει ποτέ. Το παιχνίδι συνεχίζεται αενάως…
Κι ενώ κάπως έτσι το πράσινο αγκαλιάζει τα περίχωρα του μικρού σπιτιού, η πρόσοψή του βλέπει την θάλασσα να εκτείνεται καθάρια και καταγάλανη σαν αρχόντισσα της φύσης, χαμηλά στους πρόποδες. Δεκάδες σπιτάκια προηγούνται σαν μανιταράκια που έχουν ξεφυτρώσει ανάμεσα από την χλωρίδα και το τσιμέντο που με τα χρόνια απλώνει όλο και πιο μακριά τα πλοκάμια του περνώντας σαν πέτρινο ποτάμι μέσα από τη ζωή.
Όλα είναι ωραία. Συμφωνούνε και τα τζιτζίκια που με ενθουσιασμό πολυλογούν ασταμάτητα και λένε τα μυστικά αυτού του Κόσμου μεταξύ τους. Μακριά κάπου ακούγονται τα κύματα της θάλασσας και ο αφρός τους που φιλάει παθιασμένα τα βράχια στην ακτή.
Ο αέρας προσκαλεί τους πάντες και τα πάντα σε έναν τεράστιο χορό, αλλά εγώ προτιμώ να κάθομαι εδώ στο μπαλκόνι μόνη και να σκέφτομαι χαζεύοντας το άφθονο μπλε μπροστά μου που μοιάζει σαν να χύθηκε κατευθείαν από την παλέτα του άγνωστου δημιουργού. Αυτού του ‘’κύριου’’ που μάλλον ποτέ δεν έχουμε συναντήσει στον δρόμο, για να του κάνουμε μερικές εύλογες ερωτησούλες, όπως για παράδειγμα πού πάμε, γιατί πεθαίνουμε και τα λοιπά… Άμα έχει πρόσωπο δηλαδή και μοιάζει καθόλου σε άνθρωπο και δεν είναι κάνα αστέρι ή κάνα φάντασμα. Τα πάντα θα μπορούσε να είναι. Τα πάντα και όλα μαζί… Συνέχεια ανάγνωσης «Των γειτόνων»