Η Αόρατη Βρωμιά

737312_Bao-Vu-courtesy-of-Sony-World-Photography-Awards-2015

Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν πρόσωπα περίεργα. Σαν επιφάνειες με πολλαπλά επίπεδα, όπου διαφορετικά πέπλα φτιάχνουν πλέγματα γύρω από το στόμα, τη μύτη, τα μάτια. Σάμπως ένας αόρατος γλύπτης με μεγάλη επιδεξιότητα τα δουλεύει εκείνη την ίδια στιγμή, αποκαλύπτοντας σύνθετες αποχρώσεις- περνούν από πάνω τους σαν τις σκιές της μέρας που αλλάζουν τα χρώματα του ουρανού. Πρόσωπα μυστηριακά με χαμόγελα αδιόρατα κι απειλητικά. Εκείνη την ώρα που θα σε κοιτάξουν, ακούς μια ανείπωτη αλήθεια που ύστερα ξεθωριάζει. Σαν ένας άγνωστος, βγαίνοντας αθόρυβα από το δωμάτιο, να αφήνει αδειανή την καρέκλα  κι ό,τι έχει απομείνει είναι το αποτύπωμα στο ύφασμα.

<<Ένα τέτοιο πρόσωπο έχεις κι εσύ κάθε μέρα που μου προκαλεί αηδία, καθώς σε συναντώ στη γειτονιά.

Κοίτα στον καθρέφτη. Το πρόσωπό σου είναι μία λακκούβα από λάσπη. Δεν μπορώ να κοιτάξω τους δύο βόλους που έχεις για μάτια, τους κρύβει το χώμα. Ένα αχαρτογράφητο χωράφι απλώνεται ανάμεσα μας. Μα ακόμη και τα μάτια σου είναι μαύρα σαν εχθρικά σύμβολα- σύμβολα πολέμου. Οι ρυτίδες τα πλαισιώνουν -χαντάκια που οδηγούν τα χιλιοπαιγμένα δάκρυά σου στον υπόνομο, έτσι όπως κάθεσαι χωρίς να σιχαίνεσαι στο πεζοδρόμιο. Οι πόροι που λαθραία ανασαίνουν από τη μύτη σου αναβλύζουν την αόρατη βρωμιά. Πώς γίνεται να περπατάς ξυπόλητος, πώς γίνεται να έχεις αφήσει τα νύχια να μακραίνουν, να μαυρίζουν σαν καπνισμένα πανιά, σαν σεντόνια παρατημένα στη βροχή. Πώς αφήνεις ύστερα τον εαυτό σου να πιάνει ανελέητα τα φεγγαροπρόσωπα πιάτα –αλλά τι λέω- εσύ τρως με τα ίδια αυτά σκονισμένα χέρια, μετά χαϊδεύεις τη γυναίκα σου και τραβάς τα παιδιά στο δρόμο.

Είμαι σίγουρος –δε διαφωνώ- οι τσέπες σου ίσως είναι και άδειες και τρύπιες τέτοιος ακαμάτης που είσαι. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για το κεφάλι σου –ελπίζω και προσεύχομαι όχι και για την ψυχή σου- γι’ αυτό φοράς καθημερινά τα ίδια λιωμένα υφάσματα. Γιατί με κοιτάς έτσι; Δεν σε έχω ενοχλήσει ποτέ μου. Δεν σου έχω απευθύνει καν το λόγο. Απαιτώ να πάρεις τις σκέψεις σου από πάνω μου. Είδες που κατευθείαν αποσύρεις τα δυο μαύρα σύμβολα μακριά λίγο αφότου σου ανταποδώσω το βλέμμα. Είδες που κι εσύ ντρέπεσαι γι’ αυτό που κάνεις και που δεν κάνεις. Γι’ αυτό που είσαι κι εκείνο που δεν είσαι. Αναρωτιέμαι τι έχεις προσπαθήσει, τι έχεις επιδιώξει, τι έχεις καταφέρει.

Κοίτα την αντανάκλασή σου στην τζαμαρία αυτού του μαγαζιού. Σ’ αυτήν τη γυάλινη επιφάνεια κοίταξε και το δικό μου είδωλο ταυτόχρονα. Τη σκιά που στέκει ψηλότερα από πίσω σου. Δες πόσο ψηλότερος είμαι, πόσο πιο σίγουρος. Ελεύθερος, καθάριος -σαν λευκή σελίδα- ακηλίδωτος. Αναρωτιέμαι ειλικρινά αν υπάρχει οποιοσδήποτε τρόπος να σε βοηθήσω. Ίσως αυτός είναι ο μόνος. Να, θα σε αφήσω να με κοιτάξεις ελεύθερα μέσα από το γυαλί που μας χωρίζει, που μας οριοθετεί, που λειτουργεί σαν σύνορο ανάμεσά μας και μέσα από αυτό οι μαύρες σφαίρες σου δεν μπορούν να με διαπεράσουν. Τώρα λοιπόν, καθώς δεν μπορείς να με βλάψεις, θα σου κάνω αυτήν την παραχώρηση: θα σε αφήσω να με αντιγράψεις όσο πιο πιστά γίνεται. Να δες λοιπόν, μη διστάζεις.

Όμως, κοίταξα ένα είδωλο στο γυαλί να αναδύεται σαν μέσα από νερό. Το πρόσωπό μου είναι μια λάμπα από αυγινό φως. Δεν μπορώ να κοιτάξω τους δυο λίθους που έχω για μάτια, τους σκεπάζει η λάμψη, μια λάμψη εχθρική σαν εκκωφαντικός κρότος πολέμου. Κι ύστερα το φως δύει και το πρόσωπο γίνεται φεγγάρι με δρόμους, λεωφόρους και κρατήρες. Δύο δάκρυα είναι κρυμμένα πίσω από τις λίμνες των ματιών, έτσι όπως στέκομαι χωρίς να αμφιβάλλω στο πεζοδρόμιο. Οι σκέψεις που λαθραία αναπνέουν μέσα από τα ρουθούνια μου, αποβάλλουν την αόρατη βρωμιά- μια τοξική σκουριά. Πώς γίνεται να ορθώνομαι γυμνός, πώς γίνεται να έχω επιτρέψει τα νύχια να γυαλίζουν λιμαρισμένα, να κρύβουν το ωμό κρέας σαν καθαρά αμύγδαλα. Πώς αφήνω μετά τον εαυτό μου να ακουμπάει την αδιαφορία στα φεγγαροπρόσωπα μωρά –αλλά τι λέω- εγώ στρώνω με τα ίδια αυτά λεπτεπίλεπτα χέρια τα πουκάμισα και δένω γύρω από τον λαιμό σφιχτά τη μεταξωτή ματαιοδοξία μου, μετά γνέφω στη γυναίκα και τραβώ τη βαλίτσα στο δρόμο προς τη δουλειά.

Πιστεύω –δεν διαφωνώ- οι αποσκευές μου ίσως είναι και γεμάτες τέτοιος πλούσιος κι επιτυχημένος που έγινα. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για το κεφάλι μου –ελπίζω και προσεύχομαι και για την ψυχή μου- γι’ αυτό φοράω καθημερινά τα ίδια λιωμένα χαμόγελα. Γιατί με κοιτάς έτσι; Δεν σε έχω ενοχλήσει ποτέ μου. Δεν σου έχω απευθύνει καν το λόγο. Απαιτώ να πάρεις τις σκέψεις σου από πάνω μου. Είδες που κατευθείαν αποσύρεις τα δυο παράθυρά σου μακριά λίγο αφότου σου ανταποδώσω το βλέμμα. Είδες που κι εσύ ντρέπεσαι γι’ αυτό που κάνεις και που δεν κάνεις. Γι’ αυτό που είσαι κι εκείνο που δεν είσαι. Μισοκατεβάζεις τα στόρια και με κρυφοκοιτάς μέσα από τα χαρακώματα. Αναρωτιέμαι τί είσαι, από πού έρχεσαι, γιατί υπάρχεις.

Κοιτώ την αντανάκλασή μου στην τζαμαρία αυτού του σπιτιού. Σ’ αυτήν τη γυάλινη επιφάνεια βλέπω και την ίδια στιγμή το είδωλό σου. Τη σκιά που στέκει ψηλότερα από πίσω μου. Δες πόσο μεγαλύτερος είσαι, πόσο πιο σταθερός. Ακατανόητος, πολύπλοκος με χρώματα και διαφορετικές υφές. Αναρωτιέμαι ειλικρινά αν υπάρχει οποιοσδήποτε τρόπος εσύ να με βοηθήσεις ή να σε βοηθήσω εγώ. Ίσως αυτός είναι ο μόνος. Να, θα σε αφήσω να με κοιτάξεις ελεύθερα μέσα από το γυαλί που μας χωρίζει, που μας οριοθετεί, που λειτουργεί σαν σύνορο ανάμεσά μας και μέσα από αυτό οι πύρινες σφαίρες σου δεν μπορούν να με διασχίσουν.

Το σκέφτηκα πολύ καλά, αν και το αποφάσισα αστραπιαία: είναι μεγάλο το ρίσκο της ένωσής μας. Γιατί, ποια θα είναι τα απομεινάρια αυτής της έκρηξης; Ποιος θα αναγνωρίσει τα κομμάτια μας; Ποιός θα επαναφέρει το ρολόι, όταν γυρίσει στο μηδέν; Τώρα λοιπόν, καθώς δεν μπορείς να με βλάψεις, θα σου κάνω αυτήν την εξυπηρέτηση: θα αφήσω εσύ να αντιγράψεις εμένα, όσο πιο πιστά γίνεται. Να κοίτα λοιπόν προσεκτικά και μην αντιστέκεσαι. Αν τελειώσει ο πόλεμος ανάμεσά μας ίσως τελειώσει και κάθε άλλος..>>.

Το τρίτο είδωλο διαφώνησε και όσο γρήγορα εμφανίστηκε σε αυτήν την πολυεπίπεδη συνάντηση, το ίδιο άξαφνα κι εξαφανίστηκε. Το μόνο που απέμεινε στο γυαλί ήταν ένα υγρό αποτύπωμα.

 

Μηνύματα

1-apaulnewman

Σύννεφα συσσωρεύονται στο λιωμένο σεντόνι έτοιμα να ρευτούν μετά από ένα γεύμα πλούσιο σε μιζέρια, ηττοπάθεια και θλίψη. Ο ιδρώτας τους σου περονιάζει σαν υγρασία το δέρμα και εισχωρώντας στους πόρους του, αποζυμά από τα κόκκαλά σου την λιακάδα.

Το σεντόνι το γυρίζουν δυο παχουλά χέρια ανάποδα κι αυτό γίνεται ένας δρόμος γλιστερός, σαν να έσπειρε ένας αόρατος Κοντορεβυθούλης τα υγρά διαμάντια που θα σε οδηγήσουν σε μαγεμένο δάσος.

Μα εσύ ξέρεις ότι θα τα κλέψει ένα άλλο ζευγάρι χέρια, που θα τα τραβήξει στο χώμα. Τότε ανάβεις απλά ένα τσιγάρο. Μέσα στο κρανίο σου ρουφάς με δυσκολία γιατί ούτε ο καπνός κατευνάζει πλέον τον γίγαντα μέσα στο κελί του. Ανοίγεις την πόρτα. Σε ένα κουτάκι του προσφέρεις λίγες από τις στάχτες όσων μπορούσες να έχεις κάνει, αλλά αφέθηκες -τις πιο καίριες στιγμές- να παραμείνεις αδρανής. Κι αυτός με βαθύ μυστικισμό ρίχνει μέσα δυο σταγόνες νερό, φτιάχνει μαύρη μπογιά. Με το δάχτυλό του γράφει κάτι μπροστά σου, για να το δεις. Όταν θα’ σαι έτοιμος, γιατί δεν το διαβάζεις;

The Art of Now

Πριν μερικά χρόνια είχα γράψει αυτά. Σήμερα τέτοια μέρα ταιριάζει πιο πολύ να δημοσιευθούν:

1.a.post

Τι είναι αυτό που μας κάνει να κινούμαστε κάθε μέρα; Τι είναι αυτό που μας σπρώχνει να ξυπνήσουμε; Είναι μια στεγνή υποχρέωση που είναι δεμένη με την ίδια μας την ύπαρξη και πέφτει πάνω στον σβέρκο μας σαν δαμόκλειος σπάθη, σαν φόρος που πρέπει να πληρωθεί; Ξυπνάμε επειδή θέλουμε ή γιατί έτσι συνηθίσαμε; Σηκωνόμαστε στα πόδια μας για χάρη κάτι μακρινού πάντα, ή για χάρη κάποιου που έχουμε ήδη δίπλα μας, για χάρη της στιγμής.

Ποιος κατάφερε να ζήσει πραγματικά στο τώρα, την στιγμή αυτή που οι φράσεις αυτές αντανακλώνται ξανά και ξανά μέσα στον Χρόνο στις κόρες των ματιών του; Ποιος κατάφερε να αποκτήσει τόσο ολόπλευρη συνείδηση του ευατού του και να την αξιοποιήσει στο έπακρο, ώστε να τολμήσει την ευτυχία; Μπόρεσε κανείς να ακούσει τις νευρικές απολήξεις να πάλλονται στο κλειστό κουτί του, καθώς αναμασούσε χιλιομπαλωμένες αναμνήσεις; Να κοιτάξει το γαλάζιο του ουρανού χωρίς να είναι αφηρημένος;

 1-papertowns_1280

Εσύ θύμωσες ποτέ με τον εαυτό σου που δείλιασε κι έκανε πίσω, προσπερνώντας όλες εκείνες τις μαγικές στιγμές που αιωρούνταν στα πιο χαμηλά κλαδιά σαν ώριμα φρούτα που σε καλούν να τα αρπάξεις; Εσύ προσπέρασες όλες εκείνες τις χρονικές τομές που τα λεπτά δέχτηκαν να διασταλλούν έτσι που μόνο εσύ θα μπορούσες να το καταλάβεις; Πώς έδρασες; Έκανες ότι δεν αναγνώρισες τα σημάδια, ότι δεν άκουσες μια γνωστή απόμακρη φωνή που σε καλούσε από ένα παράλληλο σύμπαν στα ενδότερα της καρδιάς σου. Είσαι κι εσύ όπως όλοι.

Αποξένωση

1-apinkfloyd

<< Να γράφεις ο,τι και να γίνει. Να ζωγραφίζεις, για να δημιουργείς ό,τι και να συμβεί. Να αντλείς λέξεις από αυτά που επιθυμείς να δεις και να παίρνεις χρώματα από αυτά που νιώθεις χωρίς να δύναται να χαρτογραφήσεις. Είσαι πάντα σε έναν δρόμο και γίνεσαι ένα με το τοπίο, το αφουγκραζεσαι το αναζητας και το κατασκευάζεις εν μέρει. Πρώτα τον χώρο, ύστερα τους ανθρώπους.

Υπάρχουν υλικά να δανειστεις από κάθε άνθρωπο με τον οποίο θα ανταλλάξεις κουβέντες και βλέμματα. Θα έχει χρώματα και ήχους και σκέψεις και λύσεις. Εσύ να είσαι απλά ο γλύπτης που δεν κουράζεται να τα λαξευει κάτω από τον φουσκωμένο Ήλιο ή την ακαταμάχητη κοσμοχαλασια. Εσύ να είσαι ο συνθέτης που αρπάζει τους ήχους και τους βάζει στη σειρά. Να καθαρίζεις με ευγένεια όσα θεωρείς λεκέδες στην ψυχή σου, να τα κρεμας μετά ψηλά σαν πανιά τον Αύγουστο.

Κι έπειτα να κυλάς και να πηγαίνεις, εκεί που σε παν αυτά. Τον νου σου πάντα να προστατεύεις, να ασκείς όπως κάνεις με το σώμα. Και με ανοιχτα πανια να δραπετεύεις από την αιώνια κοσμική σκουριά. >>

<< Αυτά που μου λες παππού δεν τα καταλαβαίνω. Νομίζω το μυαλό σου έχει πάει περίπατο, αφού πλέον δεν διακρίνεις τα σημάδια των καιρών. Όλα τόσο απλά δεν είναι. Η Ανάσταση δεν συμβαίνει πια. Και όλοι είναι πιασμένοι σε μια αρχετυπική φάκα_φτιαγμενη οπως εκείνος ο λαβύρινθος στα βιβλία_ζαλισμενοι σαν ποντίκια συρρέουν μαζικά. Δεν βλέπεις πίσω από τον καταρράκτη σου το καινούργιο είδος αίματος που κυλά. Το παράγουν όπλα άυλα και φοβερά. Αυτά παππού ανοίγουν τρύπες στα μηνίγγια, χτυπούν τα νεύρα, τις ορέξεις, τις ανάγκες, τα καθημερινά. Άκου που σου λέω. Και καλά να το δεχτώ ότι δεν μπορούνε τα μάτια σου να δουν. Τα αυτιά σου όμως; Δεν φθάνουν εκεί οι ήχοι της φωτιάς; Το κρωξιμο των ροπαλων, το κράξιμο της σκουριάς; Η Ανάσταση ακυρώνεται κάθε πρωί που ξημερώνει νεογέννητη η παλιά βία, ανοίγει την τσάντα της, τη γεμίζει με βιβλία. Στα σχολεία παράγονται ψυγεία, ψυκτικές μηχανές αναζήτησης κι αναπαλαίωσης. Στα φροντιστήρια σωστικά συνεργεία της αρχαιότητας. Εγώ ειμί το φως. Αλλά το φώς δεν βλέπω. Τα παντζούρια κλειστά, κι απόψε μέσα μπλέ και λευκά τα τεχνητά ηχοχρώματα της τηλεόρασης που με την οθόνη και τις οπερέτες της ανασκαλευει τα γεγονότα. Αναζητώ κάτι. Ίσως μονάχα αν ανακαλύψω αυτό τι είναι, δώσω νόημα σε αυτά που λες >>.

Όνειρο 1

123

Το όνειρό μας απόψε:

Ένας δρόμος γεμάτος πινακίδες. Πινακίδες κοντές, ψηλές, σπασμένες, ξεφλουδισμένες, ξέθωρες. Γράμματα φρεσκοβαμμένα-γράμματα θολά. Αφίσες πάνω στα ονόματα. Πρόσωπα χάρτινα που αθόρυβα ουρλιάζουν, καθώς το ένα μάτι τους σκίζουν χάρτες της πόλης, που εφάπτονται σε χάρτες της χώρας. Πίνακες με οδηγίες-πίνακες με κανονισμούς. Επιτρέπεται η ελεύθερη βούληση-Απαγορεύεται η αντηρρησία. Παλιές συναυλίες, παλιές φωτογραφίες, οι ώρες αφήνουν επάνω τα κίτρινα χνάρια τους παίρνοντας τα χρώματα. Γράμματα νέον, επιγραφές χειρόγραφες. Ταμπέλες, διαφημήσεις, επωνυμίες, πανό, συνθήματα, graffiti. Ένα-ένα τα γράμματα παρέα σκούζουν σε συλλαβές, ενώ σε ορχήστρες ομόκεντρες ερμηνεύουν οι πιο φωτεινές επιγραφές. Δεξιά ή αριστερά οι πληροφορίες τρέχουν ταυτοχρόνως σαν καταρρακτώδης βροχή τον Αύγουστο-ποντίκια παχουλά- κάνουν τρύπες σαν κάφτρες σε λευκό κρανίο. Η κάννη των όπλων γυαλίζει από μακριά. Φτύνει δηλητήριο, βαράει τα νεύρα, ξύνει τα γράμματα, αλλάζει τη φορά των λέξεων. Κι Αυτός χάνεται μέσα στις πινακίδες του δρόμου, σαν άδειο κονσερβοκούτι παρασέρνεται με τον άνεμο στη λεωφόρο και για soundtrack ακούγεται η ακαθόριστη φωνή του βραδινού δελτίου υπόκωφα σαν να ανεβαίνει διαπερνώντας τις σχισμές από τον υπόνομο. Τα φώτα στις διαβάσεις και τους πεζόδρομους αναβοσβήνουν καμιά φορά. Γκρεμίζονται στην άσφαλτο και σπάνε σε χίλια μικρά διαμάντια. Κι εγώ μένω να τον κοιτώ που εξατμίζεται σαν ομίχλη στα μισά του δρόμου κι ύστερα κοιτώ όλα αυτά τα σπασμένα φωτόνια αναζητώντας ένα σύμβολο, για να το ανακαλύψω. Μόνοι σε έναν τόπο ξεχασμένο από τη Γλώσσα, παράλληλο στην Ιστορία, κλεισμένοι κάτω από αόρατο θόλο, αποκομμένοι από ατομική ταυτότητα δοσμένοι σε κάτι άπειρο. Μόνη στο όνειρο που είδαμε απόψε.

Οδύσσειες

1.a.Οδύσσειες

Νυχτερινά ταξίδια της σκέψης και του ορθολογικού πνεύματος που δεν έχει πάψει να πιστεύει στο άπειρο. Εκείνο που εσωκλείουμε στους νευρώνες και στις φλέβες μας, στο κόκκινο που ρέει διακλαδωτά βουίζοντας σαν έντομο στις μεγάλες λεωφόρους και τις ενοποιητικές ριψοκίνδυνες διαβάσεις και που γυρίζει στα φανάρια και τα ρολόγια. Στο μεγάλο τούρκικο παζάρι που διατρέχεται από το άρωμα του φιστικιού και της πάπρικας και που οι ήχοι του φωλιάζουν στα γένια του ιμάμη, σαν ζαλισμένες σφήκες στους πάγκους με τους καρπούς της φύσης, στις ερήμους στην πλάτη των καμηλιέρηδων, στις κρυφές γραφές στις σελίδες των ματιών, στους αντικατοπτρισμούς του Ηράκλειτου κάτω στο ποτάμι. Αυτοί που με κόπο και με χρόνο  μέσα από το κρυστάλλινο κουκούλι του νερού, τον γενεσιουργό χωμάτινο πάτο, τα ρίσκα των δασών και την ελευθερία του ανέμου από ψάρια, ερπετά, θηλαστικά και πουλιά γίναμε άνθρωποι. Το άπειρο, που μας γέννησε και που δημιουργούμε πάλι σε μία ανάσα ανακύκλωσης του χρόνου, παίρνοντας τον καπνό και δίνοντάς τον πίσω, είναι τα φτερά μέσα μας και η αρχετυπική χροιά του Οδυσσέα που ξεκινά σκαρφαλώνοντας από τα βάθη των αιώνων κι επιστρέφει πάλι και πάλι. Έχουμε τόσα να πούμε για την διαδρομή αυτήν από νησί σε νησί κι από κόσμο σε κόσμο-που σιωπούμε και δεν ψελλίζουμε τίποτα κι έτσι φωνάζουμε ηχηρά τα πάντα. Ξεχάσαμε όσους κώδικες, όσα κλειδιά-γράμματα-πρόσωπα αφήσαμε πίσω μας, τώρα περνάμε από καινούργιες πόρτες. Από έννοιες εξαϋλωμένες στα φαινομενικά ανύπαρκτα. Τώρα δεν υπάρχουν λέξεις για να σας περιγράψουμε αυτό που είδαμε, γιατί αυτό που είδαμε ήταν άπειρο και δεν το χωράει η Γλώσσα ή ο Νους. Επειδή αυτό που είδαμε είμαστε εμείς. Επειδή αυτό που είδαμε είσαστε εσείς που δεν έχετε γίνει ακόμη.

Ιμπρεσσιονιστικό

  Το απόγευμα αυτό τόσο μοναχικά στεγνό ξεμένει στο ημερολόγιο της μέρας να ανεμίζει σαν ξέθωρο σεντόνι επάνω στο φαγωμένο σκοινί. Το φως του κατρακυλά λοξά απ’ το παράθυρο. Κάτω ο δρόμος ανασύρει από μακριά τους ήχους των ανθρώπων. Αυτοί που αγαπούν, που αναστενάζουν, που παρατηρούν κι εκείνοι κάτω από τα μπαλκόνια και κρυφά επιθυμούν […]

 1.a.afternoon

Το απόγευμα αυτό τόσο μοναχικά στεγνό ξεμένει στο ημερολόγιο της μέρας να ανεμίζει σαν ξέθωρο σεντόνι επάνω στο φαγωμένο σκοινί. Το φως του κατρακυλά λοξά απ’ το παράθυρο. Κάτω ο δρόμος ανασύρει από μακριά τους ήχους των ανθρώπων. Αυτοί που αγαπούν, που αναστενάζουν, που παρατηρούν κι εκείνοι κάτω από τα μπαλκόνια και κρυφά επιθυμούν να βγουν. Αυτές οι αμοιβάδες -οι αβάσταχτα στοιβαγμένες σε παράθυρα αμοιβάδες- που γράφουν, παρακολουθούν, κοιμούνται. Ο αέρας βουτά στα μαλλιά τους παίρνοντας λίγες από τις λέξεις να τις μεταφέρει στα νησιά να τις γυρίσει με τους ανεμόμυλους. Σκόνη και σκουριά είναι τα υλικά αυτού του λιωμένου καιρού που περνά αργά μπροστά από τα τζάμια. Μέσα από το μισοσκόταδο αναδύεται κάτι που ανάβει το φανάρι του πέρα φάρου. Η μουσική του κάτω πατώματος ίσως είναι το μόνο που βοηθά στο μέτρημα των ημερών και στη διαγραφή τους επάνω στο μαρμάρινο χέρι του απείρου. Λίγο πριν γυρίσει ο δείκτης η μνήμη μετουσιώνει τα επόμενα βήματα σε πέτρα. Μέσα από το μισοσκόταδο που σε λίγο γίνεται σκοτάδι εμφανίζονται πρόσωπα που βγαίνουν από τη λήθη για να πάρουν μια ανάσα. Αλλά ένα δάκρυ βαρύ σαν διαμάντι κόβει το μάγουλο αφού δεν τα αναγνωρίζει κανείς πια. Όλα τα μάτια φαίνονται άδεια, όλα τα δόντια κίτρινα και θολά. Μα όλα τα χαμόγελα σιωπούν ειρωνικά, καθώς ξεθωριάζουν κι αυτά κάπως ιμπρεσσιονιστικά.

Πολαρόιντ

(⇒μουσική)

Κάτι μ’ έχει πιάσει -λες να είναι εκείνη η ανώνυμη φαγούρα που επιστρέφει;- και ξηλώνω το παρελθόν. Βελονιά-βελονιά το αφήνω να ξεφτίζει και να διαλύεται στα δάχτυλά μου σαν δίχτυ που αποδομείται. Μετρώ τις αναμνήσεις προσωπικού και παγκόσμιου τύπου και ζωγραφίζω συλλογισμούς επάνω τους, καθώς τις σκορπάω στο πάτωμα σαν γυαλιστερές πολαρόιντ. Η ιατροδικαστής, επιστρατεύει το βλέμμα της μελετώντας τα σημάδια. Συλλέγει ψηφιδωτά στοιχεία, κάνει μία απόπειρα να τα αρχειοθετήσει πριν σκορπίσουν επάνω μου σε μελανά χρώματα και καταγράφει αναδρομικά την πορεία του εγκλήματος. Έπειτα, μου προτάσσει τη λίστα με τα πορίσματα κι εγώ υπολογίζω συνέπειες και κόστος. Ακουμπώ στο σώμα μου. Αφουγκράζομαι λέξεις και στιγμές. Ακροπατώ μην τυχόν και πετύχω κανένα ευαίσθητο νεύρο που κάνει ομοιοκαταληξία και προκληθεί ταραχή. Μακριά από τέτοια αραχνιασμένα πλαίσια έκφρασης, ανάμεσα στους αιώνες επιθυμώ να μάθω να είμαι κορίτσι της εποχής μου. Άραγε υπάρχουν όντως τέτοιες εποχές για να ανήκουμε-να σκεπαζόμαστε, όταν έχει κρύο; Στο καλειδοσκόπιο των περασμένων και πεθαμένων ωρών χορεύω, ακροπατώ και ζαλίζομαι, καθώς προσπαθώ να ενστερνιστώ-να αποκρυπτογραφήσω τον ρυθμό της μουσικής. Πέφτοντας κατακόρυφα με τη μορφή βροχής από τα μεγάφωνα του ουρανού ο ήχος τραυματίζει τα αυτιά μου, κι εγώ παραπατώ και πέφτω και σηκώνομαι ιδρωμένη κοιτώντας ολόγυρα το πολύχρωμο κέντρο του κόσμου. Τα φώτα σκάνε στα ρουθούνια και το πρόσωπό μου. Κάτι μυρίζει όπως η σκουριά. Χτυπάω με φόρα την πόρτα του μπαρ τσατισμένη, αφού μια στιγμή πριν ήμουν εκεί και χόρευα. Βγαίνει ο τύπος με το καπέλο, μα μια απόκοσμα δυσανάλογη σκιά καλύπτει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Μου λέει βραχνά «πέρασε η ώρα, η στιγμή, ο αιώνας κι η εποχή» και τότε όλα ρέουν με έναν παράδοξο τρόπο σαν ρευστοποιημένα σχήματα προς τα κάτω στον υπόνομο. Ένα βλεφάρισμα και η πόρτα, ο άντρας, το μπαρ εξαϋλώνονται. Η εποχή δεν υπάρχει πια, απομένουν μονάχα τσαλαπατημένες και μεταποιημένες οι φωτογραφίες, τα βιβλία και τα ντοκιμαντέρ της διάσπαρτα στα πλακάκια της κουζίνας.

(⇒μουσική από το μπαρ)

Στιγμιαία αφάνεια

1a-highhopes
Όταν στο τέλος γυρνάς άδεια από εκεί που στεκόσουν το απόγευμα σε ένα νέφος ασυναρτησίας, με τους λόγους να παραδέρνουν σαν ακυβέρνητα κορμιά-διψούν σαν αθώα πονηρεμένες γάτες-σιωπηλά. Κι όταν φτάνεις πάλι στον δρόμο που χιλιάδες και μία φορά έχεις τραβήξει σαν γραμμή αναρχική κι εκείνη τη διάφανη στιγμή σου δείχνει ξένος. Κι όταν το φύλλο σπάει σε δεκάδες απίθανες διαδρομές του δάσους στο μυαλό σου, απάνω ανεβασμένη στην απελπισία της εύγλωττης σιγής. Εκεί που ξεκούραζες το βλέμμα σου σε θολές προτάσεις, με τις ψευδαισθήσεις να περνούν, γεμάτο το δωμάτιό σου από σαβούρα και λυπητερά μακροβούτια σε χαρτιά με κλαμένους κωλο-χαρακτήρες. Εκεί στον χρόνο απάνω, που έγερνες στον κορμό του και απαθανάτιζες τον φλοιό του ήλιου κι ονειρευόσουν τον ασβέστη. Το δευτερόλεπτο το θαλασσί, το σκεπασμένο με το σεντόνι ενός εφηβικού ονείρου. Όταν στην αρχή άκουσες μία άναρθρη κραυγή-εκείνη τη στιγμή που βγήκες από την τρύπα-πριν ακόμα έσπειρες την μετάνοια. Απόμακρη εδώ τριγύρω να υφαίνεις την ιστορία ενός μικρού θεούλη. Πού να φανταζόσουν ότι έχει τέτοια πυκνότητα το σκοτάδι, που απλώνεται αραιά ανάμεσά μας. Και πάλι και πάλι όταν στο τέλος γυρνάς ξέμπαρκη, με ένα τσιγάρο κι ένα αρχαίο αστείο-το εισιτήριο για έναν άλλο κόσμο-χωρίς σχήμα-χωρίς θυμό-χωρίς φως-χωρίς σκοτάδι, λαλιά, νου, σύνορο, αρχή,τέλος-μια ροπή ανίκητη για την ανυπαρξία.

Η μικρή φαγούρα

kimnovak2

 Λασπονέρια και σαπισμένα κωλόχαρτα, σακούλες, γόπες και καμένα χαρτιά. Ένα επίπεδο είναι το πάτωμα κι όλα γυαλιά καρφιά. Άλλο επίπεδο είναι το σώμα. Ραγισματιές και τρύπες στα υγρά μάτια οι συναισθηματικές μας αντιθέσεις -μας δημιουργούν νυσταλέα φαγούρα. Ο κόσμος με διώχνει κι εγώ διώχνω τον κόσμο, καθώς συνυπάρχουμε στο μεγάλο σανίδι καβαλώντας άκαιρες μεταπτώσεις, παλεύοντας με όλα -πάντα προσποιούμενοι πως είμαστε ίδιοι. Απάνω στην ερμηνεία του προσωπικού μας μονολόγου, πώς να μην μας τρώει την ευτυχία ο αδιάφορος περαστικός; Εμείς καταπίνουμε ηττημένοι τη σκουριά του χρόνου δοσμένοι σε μια σισύφεια δυστυχία. Η μόνη μας αγωνία είναι να δούμε βράδυ τις ειδήσεις και να καταφέρουμε να ανεβούμε κι εμείς στο βάθρο της γενικευμένης ματαιότητας. Σε ένα έδαφος που σκάει έκρυθμα και ρυθμικά τις ψευδαισθήσεις απάνω στις τρίχες των κεφαλών κάνουμε επανάσταση ανεβαίνοντας με τα πόδια στον καναπέ. Πριγκίπισσες σε αχυρένιο κάστρο, ασβεστώνουμε τα εγωκεντρικά αισθήματά μας και κάνουμε εθελοντισμό σε ανεξάρτητα θεατράκια και ξένα σπίτια. Περιμένουμε σε ένα δωμάτιο που δεν μας θυμίζει τίποτα απολύτως. Ψαχουλεύουμε στις στάχτες των άλλων –μήπως χουφτώσουμε κανένα χαμένο κέρμα. Περιμένουμε –όλο περιμένουμε κάποιον να μας αναλάβει, να μας χαρίσει έναν εαυτό. Όλοι μια πίκρα και μια θλίψη μεγάλη. Όλοι εξαφανισμένοι κι οι πάντες εδώ μπροστά γυμνοί σε έναν παράταιρο κυκλικό χορό. Τώρα το πρόσωπο ένα επίπεδο έγινε κι αυτό. Η μεθυσμένη αναζήτηση παραμόρφωσε ανάγκες και επιθυμίες, όλες των γνωστών ξένων. Έπειτα, τα βλέμματα μετατράπηκαν σε φορείς ψεύδους και τρίλεπτων πυροτεχνημάτων. Πουλάμε κι αγοράζουμε και πάλι αντιστρόφως, σκοτώνοντας την ασίγαστη βαρεμάρα μας ενώ διαβάζουμε στο καφέ Καζαντζάκη-Νίτσε, παραδομένοι στην φασαρία του μαζικού παροξυσμού. Αναπαυόμαστε στην καρέκλα κάποιου κινηματογράφου, χαζεύοντας ασπρόμαυρα ευνουχισμένα όνειρα, ενώ σε όλα αυτά που κάποτε ξεκαθαρίσαμε ρίχνονται σαν τραπουλόχαρτα οι σκιές ενός εσώτερου χειμώνα. Λεπτές φέτες -το φως τώρα πέφτει σε μια γειτονιά πολύ παλιά, σε μια παρέα γνώριμα ξένη. Οθόνες θρύψαλα, πέτρες, σπασμένα μολύβια και τασάκια αποξεχασμένα. Το πάτωμα της ψυχής, τα πλακάκια του μπαγιάτικου μπαρ, η μπύρα κι όλη αυτή η τρομερή φαγούρα, δεν έχουν όρια. Τι σύμπτωση. Οι μισοτελειωμένοι στίχοι, οι φιλίες των λύκων πήραν άχρονη παράταση ξανά.