Είμαστε τα λησμονημένα άτομα, περιδιαβαίνουσες στραφταλιστές αμοιβάδες. Τσακισμένα μόρια που έγιναν νομάδες. Πλέκουμε στον ελεύθερα μικροπρεπή χρόνο μας συρματοπλέγματα που αρμέγουνε την αβάσταχτη ανθρωπιά. Αίμα τρέχει από την συλλογική άλαλη πληγή. Και τότε γδέρνει ύπουλη η λύπη την άπληστη ευτυχία μας. Βροχή ασίγαστη που πέφτουν τα λασπονέρια- στα χαντάκια έρπει ηττημένος ο ακάθεκτος εγωισμός. Με τόσο ευφάνταστα ψέματα άλλαξε τροχιά κι ο φτωχός θεός. Πάντα θεάνθρωπος και αριστερός πηδά χαλαρά σε δεξιόστροφους ρυθμούς ένας βρώμικος θνητός. Κι αχ τα βάσανα δεν έχουν τελειωμό: Σκέψεις, λέξεις, φράσεις βελόνες βουντού στο χέρι της κυκλοθυμικής μοίρας-με τσάι γνέθει πολύχρωμες ψευδαισθήσεις. Όλα πασπαλισμένα με άκαιρο θρησκευτικό παράπονο. Περπατά ο άνθρωπος μονάχος στη βροχή του φωτός πλάι στα δέντρα, στα ποτάμια και στα ζώα. Περνά υπογείως από τις απολαύσεις. Κανένας ανάμεσα στα απανωτά ποτά και τα άδολα ξενύχτια. Κάποιος απουσιάζει. Κάποιος παραπατά στα ξεροχώραφα της καταναλωτικής αδιαφορίας. Μπαινοβγαίνει στα χαμαιτυπεία και στα καφενεδάκια με τσιγάρο ή κιμωλία. Αδιαπέραστα ταξίδια του μυαλού σε εσοχές και τρύπες. Καρτέλες, ρόλοι και τιμές για να διευκολυνθεί το μάταιο να διαβεί-να διαπεράσει το ναρκωμένο ρολόι της αιώνιας ημέρας. Ποτέ σου άξεστε δεν θα το βρεις. Οι τσέπες όλες τρύπιες, τα κέρματα τα εξαργύρωσε αλλάζοντας ρούχα η απερισκεψία. Ποτέ σου άμοιρε δεν θα το γνωρίσεις. Η ηλιθιότητα σαν πρωτάρα μαζικά κάθε μέρα πιάνεται στην φάκα. Κι ας αγναντεύεις τις νύχτες τους αστερισμούς- τα μάτια των γέρικων αδέσποτων στη στάση πλημμυρισμένα θυμούνται παλιούς σκοπούς των λύκων. Αυτά έβγαλαν τον ψίθυρο από το πιθάρι των φιλοσόφων: τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει. Εγώ. Εγώ που αφουγκράζομαι το ποίημα του πλάτανου, εγώ που αναδεύω μέσα στα κύματα, στην ανυπαρξία και στην ύπαρξη-στην ευδαιμονία και στη μελαγχολία. Πέρα εκεί στη θάλασσα-στου ποτηριού το κύμα- που διαισθάνεται αυτό που πρόκειται να ξυπνήσει μέσα από το σκοτάδι κι από τα σωθικά της. Το μωρό ενός θαυμαστού έτερου κόσμου. Οι πινακίδες που με οδηγούν μου στερούν τον προορισμό. Το ταξίδι μου δυσβάσταχτο-ζέχνει βλακεία. Γιατί τώρα κοιτώ κι εγώ τις τσέπες μου-με ξεγέλασε ο εαυτός-άφραγκη κι εγώ από Χρόνο και αξίες- λυπάμαι, χωρίς υπερβολές…
∈
≈
Το Soundtrack :
*Οι Λάργκο δεν έχουν κλείσει χρόνο από τότε που έσκασαν μύτη θαρρώ. Πρόσφατα τους απόλαυσα σε live εμφάνιση. Σας πληροφορώ ότι είναι τόσο μαγευτικοί (κι ακόμα πιο πολύ) όσο ακούγονται από εδώ. Είναι φανερό πως η μουσική τους αποτέλεσε στήριγμα κι έμπνευση για αυτό το ξεχαρβαλωμένο ποίημα.