The lion and the lamb*

1-lion and lamb 2

Στους ανθρώπους,

Μπορεί όντως να έρθει κι εκείνη η μέρα που θα ξαναχτίσουμε πάλι το ειρηνικό βασίλειο. Που θα ανοίξουμε διάπλατα σαν ολόλευκες φτερούγες τα παράθυρα των αντικριστών μπαλκονιών μας(!) και –πίσω από τις ξεπλυμένες μας ψυχές που κρέμονται όπως οι μπουγάδες- θα κοιταχτούμε βαθιά στα μάτια χωρίς να γελάσουμε μικρόψυχα σφαλίζοντας τα σκαλιστά μας βλέφαρα. «Βουτιά θέλει η ζωή παιδιά μου!», θα ακουστεί μέσα από τα μεγάφωνα της καρδιάς το τραγούδι της συλλογικής εμπειρίας . Γιατί σας έχω κοιτάξει. Στα μάτια σας τα κυρτά –πίσω από μαρμάρινες αναμνήσεις- οι πυρήνες έχουν τέτοιο απύθμενο βάθος που τους ακούω να πάλλονται λίγες ανάσες μακριά με πάθος. Γιατί δεν μου μιλάτε; Γιατί δεν μιλάμε πιά; Τις ψυχές σας βλέπω από το σπίτι μου που κλείστηκαν σαν καφκικά σκαθάρια στο δωμάτιο της ατέρμονης μοναξιάς. Πάνω-κάτω πηγαίνουν στο πάτωμα και στο ταβάνι και συγκρούονται ξύνοντας την ταπετσαρία της ολικής αποξένωσης-ξηλώνοντας φωτογραφίες. Κι έχετε τα φώτα σβηστά. Ανάψτε έστω ένα κερί! Βγείτε στο μπαλκόνι του απέναντι πλοίου-στη νύχτα να ταξιδέψουμε μαζί και να ξανοιχτούμε. Το ξέρω, το ταξίδι αυτό θέλει χρόνο. Μα έφτασε ο καιρός να ενώσουμε τις πορείες μας σε μία. Να, ήδη φαίνεται το αδύναμο νεογέννητο φως, που ανεβαίνει μέσα από την θάλασσα να ανταμώσει τον απρόσιτο ορίζοντα. Δεν υπάρχει μόνο ένας δρόμος προς την Ιθάκη. Έφτασε του Xρόνου το μονοπάτι να φιλιώσει το λιοντάρι με τον μικρό αμνό*…:

**

**Αυτό το κομμάτι, είναι από μόνο του ένα τέλειο ποίημα και τις τελευταίες μέρες-απογεύματα-βράδυα μέσα στο »νεογέννητο» κρύο, έχει αγκαλιάσει την καρδιά και την σκέψη μου:

«Peaceable Kingdom»

Yesterday I saw you standing there With your hand against the pane
Looking out the window At the rain

And I wanted to tell you That your tears were not in vain
But I guess we both knew We’d never be the same
Never be the same

Why must we hide all these feelings inside?
Lions and lambs shall abide

Maybe one day we’ll be strong enough To build it back again
Build the peaceable kingdom Back again
Build it back again

Why must we hide all these feelings inside? Lions and lambs shall abide

Maybe one day we’ll be strong enough To build it back again
Build the peaceable kingdom Back again
Maybe one day we’ll be strong enough To build it back again
Build the peaceable kingdom Build it back again

Build the peaceable kingdom Build it back again

Επιστρέφω…., αγάπη μόνο.

Αιχμηρές στιγμές

1-awish12Είμαι αφηρημένη. Κλειδωμένη μέσα στις περισσότερες λέξεις, ουσιαστικά -εμμονικά σχεδόν-περιστρέφομαι πάντα κοντά στα ίδια θέματα σαν να ξετυλίγω ένα κουβάρι γύρω από τον εαυτό μου κι αφήνω το νήμα να ζωγραφίζει τον λαβύρινθο. Τσαλαβουτώ στις σελίδες και στο μελανό απροσμέτρητο κενό, χωρίς να κρατώ τίποτα, άδεια. Με ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά ακόμα και όταν έχει συννεφιές προχωρώ. Προσπερνώ σαν ζαλισμένο καφκικό σκαθάρι χωρίς κατεύθυνση μέσα από έναν μεγάλο αχανή σταθμό. Όταν χιλιετίες πριν ξέχασα να πετώ, έμαθα να πληγώνω τους άλλους και τον εαυτό μου, λόγω περηφάνιας και φανταχτερής ιδεολογίας καθημερινά να ζω. Κι όλη μέρα ένα μεγάλο προβολέα αδελφικό ένιωθα να με παρακολουθεί από το ταβάνι της γης κι εγώ να πνίγομαι στην αυλαία μου μέσα στις σκέψεις και οι Σάτυροι να χειροκροτούν πίνοντας και ψαρεύοντας τον μικροπρεπή μου πόνο, για να τον φάνε. Όπως και τότε, μέχρι και τώρα, όταν νυχτώνει, κρυώνω κάτω από κάθε λυπημένο φανοστάτη. Οι συλλογισμοί μου με αποπροσανατολίζουν μέσα στη μέρα και ξεχνάω να βρω το μονοπάτι που μου στρώσανε. Ξεμένω στα καπηλειά των κυνικών χωρίς χάρτη. Και τότε –κρακ– ακούγεται ξανά ο τροχός της Μεγάλης Ειρωνείας. Ήρθε ο καιρός που η μοιραία μοναξιά σφαλίζει τα παντζούρια και πέφτει ασταμάτητα για ύπνο καταπίνοντας την λήθη, κρατώντας με ταμπουρωμένη. Αυτός που με κυνηγάει γυρίζοντας τα λιγδερά σοκάκια του κοσμικού ρολογιού προφτάνει και στέκεται αυτήν την αιχμηρή στιγμή πίσω μου χτενίζοντάς με- με την ανάσα του. Σαν χθες, σαν αύριο-δεν θα βρέξει αισιοδοξία σήμερα, να ξέρεις.

1-aημοναξιάασταμάτητακοιμάται

Φυγόκεντρο συναίσθημα

 1-summergone2

.

Τα βράδια, όταν δεν με βλέπεις, μου αρέσει καμιά φορά να σε ρωτάω. Ποια είναι τα ποτάμια και οι σταθμοί που μας ενώνουν στα τόσα σταυροδρόμια που ξεβράζουν μανιασμένες οι συμπτώσεις και ποιοι οι φυγόκεντροι θεοί που σε διαφορετικά αστέρια μας ξερνούν. Και πάλι, πόσο δυνατά πάλλεται αυτή η μεγάλη ενέργεια που μας σέρνει από δύο άκρες απόμακρες στο ίδιο σημείο να ακροβατούμε πάνω από το έρεβος κρατώντας σφιχτά στις χούφτες μας τα φώτα της πόλης. Τόσο κοντά-τόσο μακριά στις εκπνοές του ονείρου νιώθω την ανάσα σου σαν κύμα να σκάει στο κατώφλι του κρεβατιού μου. Κι έπειτα πάλι ξυπνώντας προσπερνούμε το διφορούμενο σαν ναυαγοί σε μια έρημη χώρα. Παρόλα αυτά, σαν φεγγάρια που αναβοσβήνουν τα παράθυρά σου με πνίγουν τις νύχτες για μια στιγμή τόσο βαθιά που με αγκαλιάζουνε γενναία αφήνοντάς με να μπω στο απόκρυφο σκοτάδι τους. Μια ζωή αν μπορούσα θα ξοδευόμουν στην λησμονιά τους. Να έτσι, τώρα, όπως σε κοιτώ ξέρω ότι θα άφηνα το πρόσωπο της ψυχής μου να μουλιάσει στο ξημέρωμα και στη δύση του πυρήνα σου. Με λίγα λόγια, νομίζω θα μπορούσα να σε αφήσω να με αγαπήσεις όσο αντέχεις, όσο μπορώ. Δεν σου αρκεί;

Όνειρο φτερωτό

1-aseadream

 “ What does your conscience say? — ‘You should become the person you are’.”
***

(kanatlar*)

Οι γλάροι φτεροκοπούσαν τα όνειρά τους χορεύοντας την σιωπή πάνω από τα κύματα. Όλοι και όλα έρχονταν κατηφορίζοντας τα υδάτινα καλντερίμια, για λίγο στέκονταν κι έπειτα οπισθοχωρούσαν. Αυτό το γαλάζιο όνειρο είχε ένα μεγάλο παράθυρο που έβλεπε σε θάλασσα και ουρανό κι άφηνε το φως να γέρνει επάνω στα παντζούρια στοχεύοντας το τεντωμένο σκοινί της ανεξήγητης νοσταλγίας.

Μπορεί να ήτανε μεσημέρι. Μπορεί και απόγευμα. Σεντόνια φούσκωναν όλο υποσχέσεις στις αυλές σαν πανιά μικρών καραβιών αντιφεγγίζοντας τον ήλιο. Μέσα στα κρυφά χρώματα μιας βαθιάς σκιάς, σε ένα πέτρινο πεζούλι χουζούρευαν δυο γάτες με ησυχία, όπως όταν στο τέλος αποδέχεται κανείς την μοίρα του.

Δεν θέλεις να τα αλλάξουμε όλα;, είπε. Να φύγουμε από εδώ.

Νομίζεις, ότι άμα αλλάξουμε γεωγραφικό μέρος και κινηθούμε λίγο θα αλλάξουν τα πάντα, αλλά η αλήθεια είναι ότι αργά ή και γρήγορα θα βρεθούμε πάλι στο ίδιο σημείο, απάντησε. Η αλλαγή δεν προϋποθέτει απαραίτητα την κίνηση στον χώρο. Δεν είναι αυτή που την γεννά. Η μετατόπιση είναι το αιτιατό ή απλώς μία επιφανειακή αλλαγή, μία αλλαγή σκηνικού ή περιτυλίγματος. Θεωρώ πως αν δεν είναι έτοιμος κάποιος να δεχθεί την αλλαγή, όσο μακριά και να τρέξει, δεν πρόκειται να την πετύχει.

Ένα ζευγάρι πράσινα μάτια μικρά χαιρέτισαν μερικές ακτίνες φωτός κοιτάζοντας κάπου μακριά και λαμπυρίζοντας. Μία κουρτίνα φύσηξε τα πνευμόνια της προς τα έξω. Πικροί καρποί στόλιζαν τις πέτρες.

Δηλαδή πότε και πώς συμβαίνει μία πραγματική αλλαγή;

Δεν έχω μια συγκεκριμένη απάντηση γι’ αυτό. Ξέρω –αισθάνομαι για την ακρίβεια- ότι η αλλαγή είναι κάτι βαθύ που διαπερνάει οποιονδήποτε πυρήνα προς τα μέσα και τι ακριβώς συντελείται τότε είναι για εμάς ένα μυστήριο.

Ένας θεός άπλωσε το χέρι, ίσως για να πάρει ή να αλλάξει κάτι στην κοσμική υδατογραφία του, κι ένας νωχελικός αγέρας φύσηξε στροβιλίζοντας τους γλάρους. Δύο μάτια θλιμμένα καρφώθηκαν στο συντροφικά μοναχικό πέταγμά τους.

Πέρασε λίγη ώρα, πέρασαν και λίγοι αιώνες στιγμιαίοι..:

Εκείνοι γιατί έχουν φτερά;

Ίσως αν ξέραμε, να είχαμε κι εμείς, απάντησε αφηρημένα.

Λες να μπορέσουμε να γίνουμε  σαν αυτούς κάποια μέρα;, ξεστόμισε δειλά κι αργόσυρτα λες και οι λέξεις αυτές στιβαγμένες σε τέτοια σειρά αποτελούσαν έγκλημα.

Το σκέφτηκε κάμποσο, σαν να μην είχε ακούσει. Άραγε, μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο; Να γίνεται κανείς κάτι άλλο πέρα από εκείνο που γεννήθηκε; Θα μπορούσε στην πορεία του Χρόνου να γίνει γλάρος; Τελικά, αποφάσισε και είπε:

Μπορεί όταν μάθουμε την απάντηση στην πρώτη μας ερώτηση να γίνουμε κι εμείς, ναι…

Κι έτσι απλά σαν να είχαν ειπωθεί τα πάντα, χαμογέλασε -έδωσε μια και πήδηξε έξω από το γαλάζιο όνειρο.

(φτερά*)

***

110

1-solitude110Θα ήθελα να ζωγραφίσω στον ουρανό ένα ασημένιο τρένο και να φύγω πολύ μακριά από εδώ. Πάνω σε ράγες αστεριών και μέσα από βουνά σύννεφων να περνώ τους κρύους φεγγαρόφωτους δρόμους. Θα σου έλεγα να έρθεις μαζί μου, αλλά κι αυτό το ταξίδι έχει μόνο μία θέση. Μονάχα ένα βαγόνι κι ένα παράθυρο. Όποιος μπαίνει μέσα γίνεται ο ακίνδυνος παρατηρητής. Δεν μπορεί να ταράξει τα κύματα με χάρτινα καράβια ούτε να χαράξει την αμμουδιά με ζαλισμένες πυξίδες. Μπορεί μόνο να στενάξει και στην ομίχλη της εκπνοής του ίσως να διακρίνει τον προορισμό του. Με το δάχτυλο θα δημιουργήσει σχήματα στο τζάμι που κοιτά τα ξεροχώραφα να τρέχουν και να αφήνουν πίσω τους τον χειμώνα των ματιών του. Μα δεν καταλαβαίνω, πώς γίνεται και αλλάζουμε θέσεις. Αυτός που περνάει μέσα στο βαγόνι είσαι εσύ. Κάθομαι μέσα στο καλοκαίρι παγωμένη τυλιγμένη στο παλτό μου, καθώς μετατοπίζεσαι προς ένα άλλο σημείο φωτεινό κι αφήνεις το σκοτάδι. Σου λέω κάτι. Κάτι απλό. Μέσα στη διαφάνεια ενός κουφού γυαλιού δεν το ακούς. Είναι απλό. Είναι μικρό. Προφέρεται: μαζί σου.

Ασιατικά υδατογραφήματα..

1-awish3456( ~ένα τραγούδι~).

Μέσα στα χαραγμένα ηλεκτρικά σύμβολα ενός τραγουδιού που διαπερνά με αντίθετη φορά τον Χρόνο σκαρφαλώνοντας με τα κύματά του το ευαίσθητο δέρμα μιας εσώτερης μνήμης, επιστρέφουν εκείνα τα λόγια που δεν θυμάσαι πια πώς να προφέρεις. Το σκίρτημα των αναμνήσεων ταράζει σαν μικρό πτηνό την λίμνη στο κέντρο του πυρήνα ενώ πάνω του σαν σε θεατρική σκηνή, προβάλλονται οι χορογραφίες των μουσικών χρωμάτων. Σε ένα γνώριμο τραγούδι που στοιχειώνει κάποιον φορώντας πάντα το ίδιο πρόσωπο και που κυλά σαν επιβλητικά αόρατο ποτάμι προς το μέρος μας από την πρώτη ημέρα. Σε μία σύνθεση προβολέα, πέφτει όλο το ηλεκτρισμένο φως από το παρελθόν σε όλα αυτά που σήμερα αναδεικνύουν την πυκνή φθορά. Πλεούμενα και φτερωτά όλα τα μηνύματα καταφθάνουν μαζικά σαν χελιδονόψαρα-σαν αιμοπετάλια σε μία αδιανόητη ταχύτητα. Μέσα από τις σκέψεις και τις φλέβες, κάτω από το τοίχωμα των νευροδιαβιβαστών-ταχυδρόμων των ονείρων. Σαν χρυσόψαρο που δεν ξέρει άλλο πέρα από τον πάτο της γυάλας κι όλο γυρίζει γύρω από τα λέπια του.  Όλο ξεθωριάζει όπως και τα ιδεογράμματα στις πινακίδες της πόλης, χωρίς να το συνειδητοποιεί-πόσο άδικα χάνει την ζωή φυσαλίδα τη φυσαλίδα . Η μουσική αυτή θυμίζει το σπίτι. Ότι αφέθηκε κάπου μακριά.

Με ακούς; Σου φωνάζω μέσα από το νερό. Εύχομαι να ήσουν εδώ. Να σε κοιτάξω και να σου μιλήσω για τα ταξίδια που έκανα στο Τόκυο και την Ναγκόγια και το Κυότο, ένα βράδυ ανοιξιάτικο που έβρεχε και δεν το κατάλαβε κανείς. Ένα στιγμιαίο νυχτέρωμα που αντι να ξεφυτρώσει το καλοκαίρι, ξύπνησε τον χειμώνα. Που καθόμασταν σε ένα παγκάκι στον μεγαλύτερο σιδηροδρομικό σταθμό της Ιαπωνίας, λίγο πριν το τελευταίο συρμό και αφουγκραζόμασταν το φτεροκόπημα του ξημερώματος γευόμενοι την πιο φλύαρη σιωπή. Τις πρώτες ώρες που φεύγαμε μέσα στο τρένο ενός άλλου ονείρου ακολουθώντας τις πινακίδες για την συνείδηση και μ’ έβγαζες φωτογραφίες στον ύπνο μου και στο χιόνι. Τσαλαβουτώ στις σκουριασμένες ράγες και στους δείκτες του ρολογιού ισορροπώ μόνη. Έρχομαι ή ίσως και να μείνω. Εύχομαι να ήσουν εδώ. Να καθόμασταν κάτω από την θάλασσα νύχτα και να βουτούσαμε στους αστερισμούς του  ασιατικού ουρανού.

Να κατάφερνες κι εσύ μια στιγμή να δώσεις έναν πληθωρικό πήδο και από το βαθύ γαλάζιο της γυάλας σου να βουτούσες για λίγο στην δική μου. Να ακουγόταν ο παφλασμός που κάνει η προσδοκία όταν πέφτει στο σεντόνι του ρεαλισμού και το ραγίζει. Να ξαπλώναμε αντικρυστά στο πάτωμα και απλά να κοιταζόμασταν βαθιά ανασύροντας το χρυσάφι του χαμένου χρόνου περιμένοντας την σκόνη της ερήμου να μας σκεπάσει. Αναμένοντας τα μόρια της μουσικής για να μας διαλύσουν αργά. Κι έπειτα να γινόμασταν νότες και να πετούσαμε χορεύοντας  σαν τον καπνό σε μία τέλεια αρμονία … Και τόσα άλλα…

 Με ακούς;

(~ακόμη ένα τραγούδι~)

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

El rostro de Tiempo*

1-darktimes«..είναι κάτι σχετικό.»

Το πρόσωπο του Χρόνου έλεγε πολλά, καθώς περνούσε και έγραφαν πάνω του οι αλλαγές και οι συμπτώσεις. Κι έτσι λεπτό το λεπτό ξυπνούσε διαφορετικά κι ανέτειλλε μέσα από τον καθρέφτη πιο παλιός και πιο καινούργιος. Στις μεγάλες του μέρες μας ψιθύριζε παραμύθια. Μας ταξίδευε σε μια μικρή βάρκα και μας έδειχνε πώς να υπακούμε στο κύμα και πώς να το διαφεντεύουμε, όπως την μπογιά στο χέρι μας. Πώς να ψαρεύουμε την ειρωνεία, πώς να ελευθερώνουμε την κατανόηση ανοίγοντας το ξεκλείδωτο κλουβί. Και τον ακολουθούσαμε σε μακρινά ταξίδια με το χαλί της σκέψης μας και ψηλαφούσαμε φοβισμένα τον κόσμο σαν το μεγάλο κατοικίδιο ενός μικρού θεού, περνώντας τα δάχτυλά μας μέσα από τα αστέρια. Και κυλούσαμε σαν κέρματα έξω από το στενάχωρο πορτοφόλι της μοίρας ευθεία στο ποτάμι των δακρύων και μετά ξυπνούσαμε από τον πόνο μας, όπως αναδύονται τα πιο όμορφα λουλούδια την άνοιξη. Βλέπαμε κάτω από το κασκέτο του τα πάντα τυλιγμένα στη σκιά. Η κάθε καμπύλη, η κάθε ρυτίδα ένας συμβολισμός διαχρονικά κατασκευασμένος σαν ατέρμονος μουσικός λαβύρινθος στο κέντρο της ύπαρξής μας. Κι έπειτα, ο Χρόνος που μας σκεπάζει κι ο Χρόνος που μας μουσκεύει στα βαζάκια της μνήμης. Ο Χρόνος σαν σπείρα και σαν κύκλος ατέρμονος που καταρρέει σε βάθος. Το βάρος της λήθης απειροελάχιστο- στην ουσία τίποτα δεν ζυγίζει κι ας κάνει κρότο κάθε μέρα μαζί με το βουητό των μηχανών, όταν σηκώνουν τον Ήλιο.

Γιατί η ξεχασιά-που είναι πάντοτε απρόσωπη- τίποτα δεν σημαίνει για τους ζωντανούς, τίποτα για εκείνους που κοιμούνται νεκροί κάτω από τα ξερά τριαντάφυλλα, στα μπαούλα και στις κασέλες. Γιατί το πάτημά της είναι φυσικό και όταν  έρχεται κρυφά σαν ανήθικη ερωμένη του χρόνου, ανείπωτα όλοι την δέχονται, όπως αποδέχονται την συνύπαρξη κάτω από το ίδιο σεντόνι με τον Χρόνο, που είναι ένα τέρας του φαντασμένου νου. Όπως είναι και ο Μινώταυρος κι όλες εκείνες οι φιγούρες που κηλιδώνουν με τρόμο την ιστορία της Φαντασίας. Επειδή, όπως θα λέγανε και οι μικροί ποιητές, και οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη από τέρατα- δεν εξηγείται διαφορετικά η αδιαπραγμάτευτη διαχρονική πίστη μας σε αυτά.

Γι’αυτο και ο άνθρωπος γέννησε με τα μαθηματικά και τα σχήματα μέσα του τον Χρόνο, κι έκανε την μνήμη, κι έκανε τη λήθη, όρθωσε κάγκελα και σύρματα, δημιούργησε το παρελθόν, το μέλλον κι έχασε μια για αιώνια το τώρα..

 

Το πρόσωπο του Χρόνου*

Το Βιβλίο της Κατερίνας

WIN_20150305_180041 (2)Το βιβλίο της Κατερίνας, Αύγουστος Κορτώ~ Εκδόσεις Πατάκη

Διάβασα το »βιβλίο της Κατερίνας» του »γάλλου»,όπως τον χαρακτήρισε μια γλυκά αφελής κυρία, Αύγουστου Κορτώ. Η δυστυχής αλήθεια είναι πως δεν κλαίω συχνά κι εύκολα, ή τουλάχιστον έκλαιγα δύσκολα μέχρι πριν λίγο καιρό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν με άγγιζαν όλα εκείνα που άξιζαν να με αγγίξουν.

Βουτώντας όμως στην εξομολόγηση της Κατερίνας, στάθηκα σε πολλά σημεία κι έκλαψα αληθινά, και με λύπη και με παράπονο, σαν να έπνιγε το μυαλό μου η μέγγενη μιας ακατανόητης αδικίας. Και είχα έναν κόμπο στον λαιμό μου, λες κι ήμουνα κι εγώ μέρος της υπόθεσης, λες και είχα μερίδιο ευθύνης. Με την ανάγνωση μετατράπηκα και η ίδια σε Κατερίνα, σε μάνα, σε αδερφή, σε παιδί. Ωστόσο, αυτό που μου έκανε περισσότερο απ’όλα εντύπωση είναι, πως αυτό το μυθιστόρημα είναι τόσο πετυχημένα ανθρώπινο, καθότι καθόλου ωραιοποιημένο και γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο μέσα από την ανυπαρξία της πρωταγωνίστριας και μητέρας του συγγραφέα, που φτάνει σε σημείο να ανατριχιάζει το μέσα σου και να σε συγκινεί.

Η αφήγηση της Κατερίνας είναι σπαρακτική, όχι μόνο για τα γεγονότα καθεαυτά που εξιστορεί, τα οποία αρχίζουν χρονικά πριν ακόμα γεννηθεί, όχι μόνο για το θέμα που πραγματεύεται: την μανιοκατάθλιψη και τις συνέπειές της στην καθημερινότητα των ηρώων, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο τα διηγείται, δηλαδή με ειλικρίνεια -την ειλικρίνεια της δικής της μόνο οπτικής- με σαρκασμό και κριτικό ύφος και με μία αδίστακτη -σε στιγμές- αυτοκριτική, που σου κόβει την ανάσα.

Προσωπικά, και με τα ελάχιστα καλά βιβλία που έχω στο αναγνωστικό μου υπόβαθρο, ένιωσα ότι είναι ένα πολύ δυνατό βιβλίο, -διαισθητικά πιστεύοντας- ίσως το ισχυρότερο χαρτί του Κορτώ μέχρι στιγμής, μόνο και μόνο επειδή και όλα αυτά που έγραψε ψέματα να ήταν (-που δεν είναι.), ο Αύγουστος κατάφερε να στήσει μία ολόκληρη αυτοπροσωπογραφία- την προσωπογραφία της μητέρας του- έναν χαρακτήρα τόσο πλαστικό και ζωντανό, ώστε ως αναγνώστρια εγώ τουλάχιστον, ένιωσα πως όλα αυτά τα έλεγε η ίδια η Κατερίνα.

Αυτό το βιβλίο δεν είναι απλά μια προσωπική, αλλά μια οικογενειακή υπόθεση, η οποία συχνά τυλίγεται σε άβατα σκοτάδια, και όλοι -ήρωες χάρτινοι και αναγνώστες πραγματικοί- καλούνται να παλέψουν με το ανεξήγητο και τις πληγές του. Είναι ένα ταξίδι που οι ρίζες του απλώνονται στο παρελθόν και οι άκρες του φτάνουν ως το σήμερα! Αλλά κυρίως, είναι ένα βιβλίο-ευκαιρία, ένα μυθιστόρημα μόνο για το Κατερινάκι, που θα το διαβάσει και θα το νιώσει μέσα από τα μάτια όλων αυτών που το διάβασαν και θα ελευθερωθεί με την αγάπη, από τις αλυσίδες του ίδιου της του εαυτού. Είναι ένα βιβλίο που πραγματικά μου άγγιξε την καρδιά και το μυαλό και γι’αυτό αδυνατώ να μιλήσω λιγότερο συναισθηματικά γι’αυτό…

Με αγάπη.

San Βροχή..

[Επειδή τον τελευταίο καιρό αναρωτιέμαι πόσο ενήλικη είμαι και τι πραγματικά σημαίνει να ενηλικειώνεται κανείς (αλλά-πιθανόν- θα επανέλθουμε σ’αυτό). Κι επειδή, σαν να έσπασε ο διάολος το ποδάρι του, ένα μεσημέρι συνάντησα σε μία πανεπιστημιακή ημισκότεινη αίθουσα τους στίχους του Μπλέηκ…τα συναισθήματα ήταν αναπόφευκτα:]

1-childhood

When the voices of children are heard on the green,
And whisperings are in the dale,
The days of my youth rise fresh in my mind,
My face turns green and pale.

Then come home, my children, the sun is gone down,
And the dews of night arise;
Your spring and your day are wasted in play,
And your winter and night in disguise.

{Nurse’s Song~William Blake}

 ♠

1-lovephoto5

Η βροχή πέφτει ανήσυχα απόψε. Οι σταγόνες στάζουν ερωτηματικά στο τζάμιτρέχουν αποσιωπητικα καί τραγουδούν. Πότε μεγάλωσες;  Μεγάλωσα; Και τότε ποιο είναι το παιδάκι εκείνο που με κοιτάει μέσα από το απέναντι παράθυρο κρυφά, κρατώντας σφιχτά στα χέρια ένα καραβάκι έτοιμο να σαλπάρει; Και το νερό-σαν ενσαρκωμένος χρόνος-συνεχίζει να χάνεται βουβά και τίποτα-τίποτα πια-δεν μας βοηθά. Ανοίγομαι, νύχτα στο άγνωστο. Η καρδιά μου χτυπιέται μεσ’ το αίμα σαν ψάρι έξω από το νερό. Μα πού πάω και αγαπιέμαι; Κολυμπώ με τα χέρια του φόβου μου δεμένα.Πού πας; Κι αυτός με σέρνει στο καϊκι του-με διογκώνει στο πανί του. Πάντα πονάει η πρώτη φορά-μακροβούτι στη λίμνη. Μα πού πάω και αγαπιέμαι; Γιατί δεν κάθομαι εδώ, στην άγνοια-την ατομική μου διασκέδαση-και αφήνω την αθωότητα και την αυθεντικότητα να ξοδευτούν σε μια φθαρμένη λήθη; Τι θέλω και τραβάω σε κάτι τόσο ξένο;Θέλεις-πραγματικά; Πώς διαλύεται τόσο εύκολα το δικό μου το αυγό! Kι ας ξέρω πως πρέπει πρώτα να γκρεμιστεί, για να πετάξω-πόσο πονάνε αυτά τα συντρίμια! Σαν βροχή όπως τσακίζονται..Κουράγιο. Όλα τα γυαλιά των παιδικών μας ονείρων. Πόσο μεγάλωσα..!-ποτέ δεν κατάλαβα.

Μπλε Δευτέρα

παγωνιά4

ð

Μιας και είναι -ήταν- η πρώτη μέρα της εβδομάδας και η πρώτη ανάρτηση του καινούργιου χρόνου…(εδώ κάνω παύση. ντύνομαι και βγαίνω).. (εδώ επιστρέφω και κάθομαι ξανά μετά από ώρες).. Είπα να γράψω κάτι για καλή μας αρχή.

Έχω ξεκινήσει με πολλή όρεξη και περίσσιο ενθουσιασμό πριν καν υποδεχθούμε την καινούργια χρονιά (έχω ταξίδια, βιβλία και ταινίες πολλές στο μυαλό μου). Παρόλαυτά λίγες ώρες πριν, όταν ήταν ακόμη Δευτέρα, ήμουν πολύ πεσμένη και χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

Ίσως είναι που θα αποχωριστώ πάλι τα παιδιά, αλλά αυτό δεν είναι δικαιολογία- σωστά? Από την στιγμή που θέλω οι φίλοι μου να ακολουθούν τα όνειρά τους και τους δρόμους που οδηγούν στην δική τους προσωπική ευτυχία. Οι δρόμοι μας ίσως δεν τέμνονται πάντα από μόνοι τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα κάτι. Γιατί τελικά, κανενός ο δρόμος δεν ταυτίζεται με τον δρόμο κάποιου άλλου. Υπάρχουν μόνο ροές παράλληλες. Και όλη αυτή η μαγεία έγκειται στην παραλληλία και το μοίρασμα. Η ουσία βρίσκεται στο να μπορούμε να έχουμε συνοδοιπόρους που περπατούν δίπλα μας κι εμείς δίπλα τους. Και το να περπατάς δίπλα σε αυτόν που αγαπάς είναι το πιο δύσκολο. Δίπλα. Ούτε πάνω στα βήματα του άλλου, ούτε πίσω του, ούτε μπροστά του. Μαζί και ταυτόχρονα ελεύθεροι.

Κι έτσι ξαφνικά, απλά το πήρα απόφαση.  Και είπα θα πάω κόντρα στον ίδιο μου τον εαυτό. Θα προτάξω την θέλησή μου απέναντι από τον εγωισμό μου. Κι έτσι ενώ είχα πει σε όλους όσους με ρώτησαν από νωρίς, ότι θα καθόμουν σπίτι («γιατί απλά δεν είχα διάθεση»- μήπως το έκανα μόνο και μόνο για να με προσέξουν λίγο παραπάνω? χαζό μου φαίνεται τώρα),  ετοιμάστηκα βιαστικά, έχοντας ακόμα αμφιβολίες. Βάφτηκα. Ντύθηκα ζεστά, άνοιξα την πόρτα και πήγα να τους βρω. Μέχρι να μπω στο μαγαζί, είχα κάτι μούτρα μέχρι την άσφαλτο, που ακόμα γυάλιζε από το χιόνι που την είχε σκεπάσει.

Και αλήθεια! Έφτασα στο κατώφλι κι έσπρωξα την βαριά πόρτα, που γυάλιζε συνομοτικά. Αμέσως παρατήρησα τον εαυτό μου… Με το που έπεσαν τα μάτια μου στο τραπέζι τους και τους είδα όλους μαζεμένους, και πήγα και τους αγκάλιασα και τους φίλησα… Χαμογέλασα αληθινά. Κι από εκείνη την στιγμή, μέχρι να γυρίσω ξανά σπίτι δεν έπαψα να γελάω και να χαμογελάω σχεδόν με το παραμικρό, όπως άλλωστε κάνω όποτε είμαι μαζί τους 🙂 ! Έμεινα εκεί να ακούω την μουσική, να τους κοιτάω, να τους ακούω, να τους αγγίζω κι αφέθηκα να νιώθω χαρούμενη.

Ήθελα να σας πω λοιπόν, πως ακόμα και όταν καμιά φορά νιώθουμε ένα αόρατο βάρος να μας τραβάει προς τα κάτω επίμονα, αξίζει τον κόπο να του αντισταθούμε και να συγκρουστούμε με αυτό το κομμάτι του εαυτού μας. Γιατί αυτή η δύναμη προς τα κάτω, πάλι από κάπου μέσα μας προέρχεται. Ας βρούμε την πηγή της και ας την νικήσουμε. Ας επιλέγουμε πάντα ό,τι καλύτερο για εμάς.

 

Με αγάπη.