( ~ένα τραγούδι~).
Μέσα στα χαραγμένα ηλεκτρικά σύμβολα ενός τραγουδιού που διαπερνά με αντίθετη φορά τον Χρόνο σκαρφαλώνοντας με τα κύματά του το ευαίσθητο δέρμα μιας εσώτερης μνήμης, επιστρέφουν εκείνα τα λόγια που δεν θυμάσαι πια πώς να προφέρεις. Το σκίρτημα των αναμνήσεων ταράζει σαν μικρό πτηνό την λίμνη στο κέντρο του πυρήνα ενώ πάνω του σαν σε θεατρική σκηνή, προβάλλονται οι χορογραφίες των μουσικών χρωμάτων. Σε ένα γνώριμο τραγούδι που στοιχειώνει κάποιον φορώντας πάντα το ίδιο πρόσωπο και που κυλά σαν επιβλητικά αόρατο ποτάμι προς το μέρος μας από την πρώτη ημέρα. Σε μία σύνθεση προβολέα, πέφτει όλο το ηλεκτρισμένο φως από το παρελθόν σε όλα αυτά που σήμερα αναδεικνύουν την πυκνή φθορά. Πλεούμενα και φτερωτά όλα τα μηνύματα καταφθάνουν μαζικά σαν χελιδονόψαρα-σαν αιμοπετάλια σε μία αδιανόητη ταχύτητα. Μέσα από τις σκέψεις και τις φλέβες, κάτω από το τοίχωμα των νευροδιαβιβαστών-ταχυδρόμων των ονείρων. Σαν χρυσόψαρο που δεν ξέρει άλλο πέρα από τον πάτο της γυάλας κι όλο γυρίζει γύρω από τα λέπια του. Όλο ξεθωριάζει όπως και τα ιδεογράμματα στις πινακίδες της πόλης, χωρίς να το συνειδητοποιεί-πόσο άδικα χάνει την ζωή φυσαλίδα τη φυσαλίδα . Η μουσική αυτή θυμίζει το σπίτι. Ότι αφέθηκε κάπου μακριά.
Με ακούς; Σου φωνάζω μέσα από το νερό. Εύχομαι να ήσουν εδώ. Να σε κοιτάξω και να σου μιλήσω για τα ταξίδια που έκανα στο Τόκυο και την Ναγκόγια και το Κυότο, ένα βράδυ ανοιξιάτικο που έβρεχε και δεν το κατάλαβε κανείς. Ένα στιγμιαίο νυχτέρωμα που αντι να ξεφυτρώσει το καλοκαίρι, ξύπνησε τον χειμώνα. Που καθόμασταν σε ένα παγκάκι στον μεγαλύτερο σιδηροδρομικό σταθμό της Ιαπωνίας, λίγο πριν το τελευταίο συρμό και αφουγκραζόμασταν το φτεροκόπημα του ξημερώματος γευόμενοι την πιο φλύαρη σιωπή. Τις πρώτες ώρες που φεύγαμε μέσα στο τρένο ενός άλλου ονείρου ακολουθώντας τις πινακίδες για την συνείδηση και μ’ έβγαζες φωτογραφίες στον ύπνο μου και στο χιόνι. Τσαλαβουτώ στις σκουριασμένες ράγες και στους δείκτες του ρολογιού ισορροπώ μόνη. Έρχομαι ή ίσως και να μείνω. Εύχομαι να ήσουν εδώ. Να καθόμασταν κάτω από την θάλασσα νύχτα και να βουτούσαμε στους αστερισμούς του ασιατικού ουρανού.
Να κατάφερνες κι εσύ μια στιγμή να δώσεις έναν πληθωρικό πήδο και από το βαθύ γαλάζιο της γυάλας σου να βουτούσες για λίγο στην δική μου. Να ακουγόταν ο παφλασμός που κάνει η προσδοκία όταν πέφτει στο σεντόνι του ρεαλισμού και το ραγίζει. Να ξαπλώναμε αντικρυστά στο πάτωμα και απλά να κοιταζόμασταν βαθιά ανασύροντας το χρυσάφι του χαμένου χρόνου περιμένοντας την σκόνη της ερήμου να μας σκεπάσει. Αναμένοντας τα μόρια της μουσικής για να μας διαλύσουν αργά. Κι έπειτα να γινόμασταν νότες και να πετούσαμε χορεύοντας σαν τον καπνό σε μία τέλεια αρμονία … Και τόσα άλλα…
Με ακούς;