Μηνύματα

1-apaulnewman

Σύννεφα συσσωρεύονται στο λιωμένο σεντόνι έτοιμα να ρευτούν μετά από ένα γεύμα πλούσιο σε μιζέρια, ηττοπάθεια και θλίψη. Ο ιδρώτας τους σου περονιάζει σαν υγρασία το δέρμα και εισχωρώντας στους πόρους του, αποζυμά από τα κόκκαλά σου την λιακάδα.

Το σεντόνι το γυρίζουν δυο παχουλά χέρια ανάποδα κι αυτό γίνεται ένας δρόμος γλιστερός, σαν να έσπειρε ένας αόρατος Κοντορεβυθούλης τα υγρά διαμάντια που θα σε οδηγήσουν σε μαγεμένο δάσος.

Μα εσύ ξέρεις ότι θα τα κλέψει ένα άλλο ζευγάρι χέρια, που θα τα τραβήξει στο χώμα. Τότε ανάβεις απλά ένα τσιγάρο. Μέσα στο κρανίο σου ρουφάς με δυσκολία γιατί ούτε ο καπνός κατευνάζει πλέον τον γίγαντα μέσα στο κελί του. Ανοίγεις την πόρτα. Σε ένα κουτάκι του προσφέρεις λίγες από τις στάχτες όσων μπορούσες να έχεις κάνει, αλλά αφέθηκες -τις πιο καίριες στιγμές- να παραμείνεις αδρανής. Κι αυτός με βαθύ μυστικισμό ρίχνει μέσα δυο σταγόνες νερό, φτιάχνει μαύρη μπογιά. Με το δάχτυλό του γράφει κάτι μπροστά σου, για να το δεις. Όταν θα’ σαι έτοιμος, γιατί δεν το διαβάζεις;

The Art of Now

Πριν μερικά χρόνια είχα γράψει αυτά. Σήμερα τέτοια μέρα ταιριάζει πιο πολύ να δημοσιευθούν:

1.a.post

Τι είναι αυτό που μας κάνει να κινούμαστε κάθε μέρα; Τι είναι αυτό που μας σπρώχνει να ξυπνήσουμε; Είναι μια στεγνή υποχρέωση που είναι δεμένη με την ίδια μας την ύπαρξη και πέφτει πάνω στον σβέρκο μας σαν δαμόκλειος σπάθη, σαν φόρος που πρέπει να πληρωθεί; Ξυπνάμε επειδή θέλουμε ή γιατί έτσι συνηθίσαμε; Σηκωνόμαστε στα πόδια μας για χάρη κάτι μακρινού πάντα, ή για χάρη κάποιου που έχουμε ήδη δίπλα μας, για χάρη της στιγμής.

Ποιος κατάφερε να ζήσει πραγματικά στο τώρα, την στιγμή αυτή που οι φράσεις αυτές αντανακλώνται ξανά και ξανά μέσα στον Χρόνο στις κόρες των ματιών του; Ποιος κατάφερε να αποκτήσει τόσο ολόπλευρη συνείδηση του ευατού του και να την αξιοποιήσει στο έπακρο, ώστε να τολμήσει την ευτυχία; Μπόρεσε κανείς να ακούσει τις νευρικές απολήξεις να πάλλονται στο κλειστό κουτί του, καθώς αναμασούσε χιλιομπαλωμένες αναμνήσεις; Να κοιτάξει το γαλάζιο του ουρανού χωρίς να είναι αφηρημένος;

 1-papertowns_1280

Εσύ θύμωσες ποτέ με τον εαυτό σου που δείλιασε κι έκανε πίσω, προσπερνώντας όλες εκείνες τις μαγικές στιγμές που αιωρούνταν στα πιο χαμηλά κλαδιά σαν ώριμα φρούτα που σε καλούν να τα αρπάξεις; Εσύ προσπέρασες όλες εκείνες τις χρονικές τομές που τα λεπτά δέχτηκαν να διασταλλούν έτσι που μόνο εσύ θα μπορούσες να το καταλάβεις; Πώς έδρασες; Έκανες ότι δεν αναγνώρισες τα σημάδια, ότι δεν άκουσες μια γνωστή απόμακρη φωνή που σε καλούσε από ένα παράλληλο σύμπαν στα ενδότερα της καρδιάς σου. Είσαι κι εσύ όπως όλοι.

Αποξένωση

1-apinkfloyd

<< Να γράφεις ο,τι και να γίνει. Να ζωγραφίζεις, για να δημιουργείς ό,τι και να συμβεί. Να αντλείς λέξεις από αυτά που επιθυμείς να δεις και να παίρνεις χρώματα από αυτά που νιώθεις χωρίς να δύναται να χαρτογραφήσεις. Είσαι πάντα σε έναν δρόμο και γίνεσαι ένα με το τοπίο, το αφουγκραζεσαι το αναζητας και το κατασκευάζεις εν μέρει. Πρώτα τον χώρο, ύστερα τους ανθρώπους.

Υπάρχουν υλικά να δανειστεις από κάθε άνθρωπο με τον οποίο θα ανταλλάξεις κουβέντες και βλέμματα. Θα έχει χρώματα και ήχους και σκέψεις και λύσεις. Εσύ να είσαι απλά ο γλύπτης που δεν κουράζεται να τα λαξευει κάτω από τον φουσκωμένο Ήλιο ή την ακαταμάχητη κοσμοχαλασια. Εσύ να είσαι ο συνθέτης που αρπάζει τους ήχους και τους βάζει στη σειρά. Να καθαρίζεις με ευγένεια όσα θεωρείς λεκέδες στην ψυχή σου, να τα κρεμας μετά ψηλά σαν πανιά τον Αύγουστο.

Κι έπειτα να κυλάς και να πηγαίνεις, εκεί που σε παν αυτά. Τον νου σου πάντα να προστατεύεις, να ασκείς όπως κάνεις με το σώμα. Και με ανοιχτα πανια να δραπετεύεις από την αιώνια κοσμική σκουριά. >>

<< Αυτά που μου λες παππού δεν τα καταλαβαίνω. Νομίζω το μυαλό σου έχει πάει περίπατο, αφού πλέον δεν διακρίνεις τα σημάδια των καιρών. Όλα τόσο απλά δεν είναι. Η Ανάσταση δεν συμβαίνει πια. Και όλοι είναι πιασμένοι σε μια αρχετυπική φάκα_φτιαγμενη οπως εκείνος ο λαβύρινθος στα βιβλία_ζαλισμενοι σαν ποντίκια συρρέουν μαζικά. Δεν βλέπεις πίσω από τον καταρράκτη σου το καινούργιο είδος αίματος που κυλά. Το παράγουν όπλα άυλα και φοβερά. Αυτά παππού ανοίγουν τρύπες στα μηνίγγια, χτυπούν τα νεύρα, τις ορέξεις, τις ανάγκες, τα καθημερινά. Άκου που σου λέω. Και καλά να το δεχτώ ότι δεν μπορούνε τα μάτια σου να δουν. Τα αυτιά σου όμως; Δεν φθάνουν εκεί οι ήχοι της φωτιάς; Το κρωξιμο των ροπαλων, το κράξιμο της σκουριάς; Η Ανάσταση ακυρώνεται κάθε πρωί που ξημερώνει νεογέννητη η παλιά βία, ανοίγει την τσάντα της, τη γεμίζει με βιβλία. Στα σχολεία παράγονται ψυγεία, ψυκτικές μηχανές αναζήτησης κι αναπαλαίωσης. Στα φροντιστήρια σωστικά συνεργεία της αρχαιότητας. Εγώ ειμί το φως. Αλλά το φώς δεν βλέπω. Τα παντζούρια κλειστά, κι απόψε μέσα μπλέ και λευκά τα τεχνητά ηχοχρώματα της τηλεόρασης που με την οθόνη και τις οπερέτες της ανασκαλευει τα γεγονότα. Αναζητώ κάτι. Ίσως μονάχα αν ανακαλύψω αυτό τι είναι, δώσω νόημα σε αυτά που λες >>.

Όνειρο 1

123

Το όνειρό μας απόψε:

Ένας δρόμος γεμάτος πινακίδες. Πινακίδες κοντές, ψηλές, σπασμένες, ξεφλουδισμένες, ξέθωρες. Γράμματα φρεσκοβαμμένα-γράμματα θολά. Αφίσες πάνω στα ονόματα. Πρόσωπα χάρτινα που αθόρυβα ουρλιάζουν, καθώς το ένα μάτι τους σκίζουν χάρτες της πόλης, που εφάπτονται σε χάρτες της χώρας. Πίνακες με οδηγίες-πίνακες με κανονισμούς. Επιτρέπεται η ελεύθερη βούληση-Απαγορεύεται η αντηρρησία. Παλιές συναυλίες, παλιές φωτογραφίες, οι ώρες αφήνουν επάνω τα κίτρινα χνάρια τους παίρνοντας τα χρώματα. Γράμματα νέον, επιγραφές χειρόγραφες. Ταμπέλες, διαφημήσεις, επωνυμίες, πανό, συνθήματα, graffiti. Ένα-ένα τα γράμματα παρέα σκούζουν σε συλλαβές, ενώ σε ορχήστρες ομόκεντρες ερμηνεύουν οι πιο φωτεινές επιγραφές. Δεξιά ή αριστερά οι πληροφορίες τρέχουν ταυτοχρόνως σαν καταρρακτώδης βροχή τον Αύγουστο-ποντίκια παχουλά- κάνουν τρύπες σαν κάφτρες σε λευκό κρανίο. Η κάννη των όπλων γυαλίζει από μακριά. Φτύνει δηλητήριο, βαράει τα νεύρα, ξύνει τα γράμματα, αλλάζει τη φορά των λέξεων. Κι Αυτός χάνεται μέσα στις πινακίδες του δρόμου, σαν άδειο κονσερβοκούτι παρασέρνεται με τον άνεμο στη λεωφόρο και για soundtrack ακούγεται η ακαθόριστη φωνή του βραδινού δελτίου υπόκωφα σαν να ανεβαίνει διαπερνώντας τις σχισμές από τον υπόνομο. Τα φώτα στις διαβάσεις και τους πεζόδρομους αναβοσβήνουν καμιά φορά. Γκρεμίζονται στην άσφαλτο και σπάνε σε χίλια μικρά διαμάντια. Κι εγώ μένω να τον κοιτώ που εξατμίζεται σαν ομίχλη στα μισά του δρόμου κι ύστερα κοιτώ όλα αυτά τα σπασμένα φωτόνια αναζητώντας ένα σύμβολο, για να το ανακαλύψω. Μόνοι σε έναν τόπο ξεχασμένο από τη Γλώσσα, παράλληλο στην Ιστορία, κλεισμένοι κάτω από αόρατο θόλο, αποκομμένοι από ατομική ταυτότητα δοσμένοι σε κάτι άπειρο. Μόνη στο όνειρο που είδαμε απόψε.

Στιγμιαία αφάνεια

1a-highhopes
Όταν στο τέλος γυρνάς άδεια από εκεί που στεκόσουν το απόγευμα σε ένα νέφος ασυναρτησίας, με τους λόγους να παραδέρνουν σαν ακυβέρνητα κορμιά-διψούν σαν αθώα πονηρεμένες γάτες-σιωπηλά. Κι όταν φτάνεις πάλι στον δρόμο που χιλιάδες και μία φορά έχεις τραβήξει σαν γραμμή αναρχική κι εκείνη τη διάφανη στιγμή σου δείχνει ξένος. Κι όταν το φύλλο σπάει σε δεκάδες απίθανες διαδρομές του δάσους στο μυαλό σου, απάνω ανεβασμένη στην απελπισία της εύγλωττης σιγής. Εκεί που ξεκούραζες το βλέμμα σου σε θολές προτάσεις, με τις ψευδαισθήσεις να περνούν, γεμάτο το δωμάτιό σου από σαβούρα και λυπητερά μακροβούτια σε χαρτιά με κλαμένους κωλο-χαρακτήρες. Εκεί στον χρόνο απάνω, που έγερνες στον κορμό του και απαθανάτιζες τον φλοιό του ήλιου κι ονειρευόσουν τον ασβέστη. Το δευτερόλεπτο το θαλασσί, το σκεπασμένο με το σεντόνι ενός εφηβικού ονείρου. Όταν στην αρχή άκουσες μία άναρθρη κραυγή-εκείνη τη στιγμή που βγήκες από την τρύπα-πριν ακόμα έσπειρες την μετάνοια. Απόμακρη εδώ τριγύρω να υφαίνεις την ιστορία ενός μικρού θεούλη. Πού να φανταζόσουν ότι έχει τέτοια πυκνότητα το σκοτάδι, που απλώνεται αραιά ανάμεσά μας. Και πάλι και πάλι όταν στο τέλος γυρνάς ξέμπαρκη, με ένα τσιγάρο κι ένα αρχαίο αστείο-το εισιτήριο για έναν άλλο κόσμο-χωρίς σχήμα-χωρίς θυμό-χωρίς φως-χωρίς σκοτάδι, λαλιά, νου, σύνορο, αρχή,τέλος-μια ροπή ανίκητη για την ανυπαρξία.

Η μικρή φαγούρα

kimnovak2

 Λασπονέρια και σαπισμένα κωλόχαρτα, σακούλες, γόπες και καμένα χαρτιά. Ένα επίπεδο είναι το πάτωμα κι όλα γυαλιά καρφιά. Άλλο επίπεδο είναι το σώμα. Ραγισματιές και τρύπες στα υγρά μάτια οι συναισθηματικές μας αντιθέσεις -μας δημιουργούν νυσταλέα φαγούρα. Ο κόσμος με διώχνει κι εγώ διώχνω τον κόσμο, καθώς συνυπάρχουμε στο μεγάλο σανίδι καβαλώντας άκαιρες μεταπτώσεις, παλεύοντας με όλα -πάντα προσποιούμενοι πως είμαστε ίδιοι. Απάνω στην ερμηνεία του προσωπικού μας μονολόγου, πώς να μην μας τρώει την ευτυχία ο αδιάφορος περαστικός; Εμείς καταπίνουμε ηττημένοι τη σκουριά του χρόνου δοσμένοι σε μια σισύφεια δυστυχία. Η μόνη μας αγωνία είναι να δούμε βράδυ τις ειδήσεις και να καταφέρουμε να ανεβούμε κι εμείς στο βάθρο της γενικευμένης ματαιότητας. Σε ένα έδαφος που σκάει έκρυθμα και ρυθμικά τις ψευδαισθήσεις απάνω στις τρίχες των κεφαλών κάνουμε επανάσταση ανεβαίνοντας με τα πόδια στον καναπέ. Πριγκίπισσες σε αχυρένιο κάστρο, ασβεστώνουμε τα εγωκεντρικά αισθήματά μας και κάνουμε εθελοντισμό σε ανεξάρτητα θεατράκια και ξένα σπίτια. Περιμένουμε σε ένα δωμάτιο που δεν μας θυμίζει τίποτα απολύτως. Ψαχουλεύουμε στις στάχτες των άλλων –μήπως χουφτώσουμε κανένα χαμένο κέρμα. Περιμένουμε –όλο περιμένουμε κάποιον να μας αναλάβει, να μας χαρίσει έναν εαυτό. Όλοι μια πίκρα και μια θλίψη μεγάλη. Όλοι εξαφανισμένοι κι οι πάντες εδώ μπροστά γυμνοί σε έναν παράταιρο κυκλικό χορό. Τώρα το πρόσωπο ένα επίπεδο έγινε κι αυτό. Η μεθυσμένη αναζήτηση παραμόρφωσε ανάγκες και επιθυμίες, όλες των γνωστών ξένων. Έπειτα, τα βλέμματα μετατράπηκαν σε φορείς ψεύδους και τρίλεπτων πυροτεχνημάτων. Πουλάμε κι αγοράζουμε και πάλι αντιστρόφως, σκοτώνοντας την ασίγαστη βαρεμάρα μας ενώ διαβάζουμε στο καφέ Καζαντζάκη-Νίτσε, παραδομένοι στην φασαρία του μαζικού παροξυσμού. Αναπαυόμαστε στην καρέκλα κάποιου κινηματογράφου, χαζεύοντας ασπρόμαυρα ευνουχισμένα όνειρα, ενώ σε όλα αυτά που κάποτε ξεκαθαρίσαμε ρίχνονται σαν τραπουλόχαρτα οι σκιές ενός εσώτερου χειμώνα. Λεπτές φέτες -το φως τώρα πέφτει σε μια γειτονιά πολύ παλιά, σε μια παρέα γνώριμα ξένη. Οθόνες θρύψαλα, πέτρες, σπασμένα μολύβια και τασάκια αποξεχασμένα. Το πάτωμα της ψυχής, τα πλακάκια του μπαγιάτικου μπαρ, η μπύρα κι όλη αυτή η τρομερή φαγούρα, δεν έχουν όρια. Τι σύμπτωση. Οι μισοτελειωμένοι στίχοι, οι φιλίες των λύκων πήραν άχρονη παράταση ξανά.

 

119

  1-agreenhapinesshere

Η ευτυχία συγκροτείται από στιγμές. Δευτερόλεπτα, αραχνούφαντα και λεπτά, μέσα στο σκοτάδι των παρασκηνίων -στην κοιλιά της μάνας-, με το σώμα ολάκερο και την ψυχή στρατευμένη στην αιώνια κι αχανή Σκηνή του Παρόντος. Αρχικά ασκείται στο να αφουγκράζεται το σκοτάδι, στο να κάνει βουτιές στο μαύρο. Κι έπειτα στέκεται με το φως ενός μικρού προβολέα στραμμένο στις αισθήσεις του νου και της ύλης. Έτσι, αναδύεται από το καθάριο νερό μιας νιογέννητης σκέψης. Αναπτύσσεται και μεγαλώνει σε αστραπιαίο χρόνο στην διαγραφή μιας κυματιστής κίνησης στον αέρα. Η ευτυχία είναι μια κατασκευή του αισιόδοξου μυαλού. Ένα κοκτέιλ μοριακής χημείας που ενσαρκώνεται σε δεκάδες φυσαλίδες που ανεβαίνουν από τον πάτο της ύπαρξης και ταξιδεύουν στην ουσία των εμπειριών, ώστε να πετάξουν έξω από το παράθυρο κι απάνω από τις μπουγάδες, απάνω από τα απόνερα κάθε χθεσινής βροχής αγγίζοντας με τα ακροδάχτυλα της ψυχής τα σύννεφα. Φυτρώνει απάνω σε ένα χαμόγελο και ορθώνεται στα χωράφια δυο πράσινων ματιών. Η ευτυχία δύναται να εισπνεύσει και να εκπνεύσει σε μία μονάχα στιγμή, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει η περίπτωση να ταυτιστεί με τον Άπειρο Χρόνο. Έχει τη δύναμη να κατακτήσει το παρόν σου, να θυμάσαι!

Η επιλογή του πώς θα την βιώσεις είναι ολοδική σου.

~~*~~*~~*~~*~~*≈*~~*~~*~~*~~*~~

Γράμμα σε έναν άγνωστο.

handsome

.℘.

Αγαπημένε άγνωστε,

Πού είσαι; Είναι φορές που βλέπω την φιγούρα σου να προβάλλεται στην άσφαλτο μπροστά, μα πριν προλάβω να γυρίσω, εφάπτεται με την σκιά μου… Σε τσακώνω κάποιες στιγμές σε μια ταινία τυχαία, στην τηλεόραση. Ακούω μία σου κουβέντα από έναν κομπάρσο, που εξαφανίζεται δια παντός μετά την σκηνή. Σου ορκίζομαι, σε βλέπω. Είσαι αυτός που κρύβεται πίσω από ένα δέντρο, που κάθεται τυλιγμένος στο παλτό του και διαβάζει ένα βιβλίο, στο οποίο πρωταγωνιστεί. Κι εκεί σε αυτές ακριβώς τις σελίδες είσαι ένα από τα χιλιάδες γράμματα, στιβαγμένος σε μία φανερή αφάνεια. Είσαι ένα πρόσωπο ανάμεσα σε δεκάδες που προσπερνούν στο πεζοδρόμιο μια μέρα με βροχή. Ένας χάρτινος ήρωας που κλειδώθηκε στα ακουστικά μου. Ο άγνωστος γείτονας κόντρα στο φως του δωματίου του, που το μόνο που φωτίζει επάνω του είναι η κάφτρα του τσιγάρου. Μία φάλτσα νότα ξέμπαρκη που ξέφυγε από το χέρι του μαέστρου, κάτι παράταιρο που αποσιωπήθηκε. Μα ακόμα, μπορώ να σε ακούσω τα απογεύματα δίπλα από την θάλασσα που πετάς χαμηλά μαζί με τα υπόλοιπα πουλιά, όταν τα φτερά σου γδέρνουν την από μέσα νοσταλγία μου. Είσαι το ποδήλατο ενός περαστικού και το κασκέτο του. Ο γέρος ψαράς που έχει πάντα γυρισμένη την πλάτη του και σκυφτός περιμένει, ψαρεύοντας την ειρωνεία της ζωής. Ο επιπόλαιος επαναστάτης με τα μακριά μαλλιά που κολλάει αφίσες σε έναν γκρεμισμένο τοίχο. Ο φακός που σκανάρει την ομορφιά. Σε γεύομαι από το ποτήρι στην τελευταία γουλιά τριγυρισμένη από την πιο χαρούμενη μελαγχολικά παρέα. Σου λέω αλήθεια. Σε νιώθω συχνά να τρέχεις δίπλα μου, πάνω στο όχημα ενός κινούμενου ονείρου. Πίστεψέ με σε παρακαλώ, γιατί είσαι ο μόνος που μπορεί. Επειδή είσαι ο μόνος που φιλώ αυτό το φθινόπωρο σε κάθε δρόμο της σκέψης μου, καθώς παραμερίζω με τα μποτάκια μου τα ξερά φύλλα. Ο μόνος είσαι με τον οποίο μαθαίνω γεωγραφία, καθώς κρατώ το πρόσωπό σου στις χούφτες μου, αποδιώχνοντας την ευτυχία. Όχι, μην κλαις που ζούμε έτσι! Χωριστά. Απλώς πες μου ότι με πιστεύεις κι ότι κάποτε σου λείπω κι εγώ… Και τότε ίσως, μία μέρα, κάπως-κάπου, βρεθούμε.

Σε φιλώ,

προκαταβολικά μα με αγάπη.

.℘.

κούραση.

Οι παρατεταμένες σκέψεις κουράζουν τόσο πολύ τους ανθρώπους. Και μερικές φορές δεν βοηθούν. Γιατί τους δίνουμε ζωή κι εξακολουθούμε να τις ακούμε, όταν βλέπουμε ότι δεν οδηγούν πουθενά και ότι μας κάνουν περισσότερο κακό; Δεν μπορούμε, δεν θέλουμε να τις σταματήσουμε; Κατά πόσο ελέγχουμε τις σκέψεις μας; Είναι τελικά καλό ή κακό για έναν άνθρωπο να σκέφτεται τόσο πολύ, τόσο περίπλοκα και ασταμάτητα;